O Tσακ Ουέπνερ ήταν ένας πωλητής αλκοολούχων ποτών από το Νιου Τζέρσεϊ, ο οποίος κατάφερε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Βαρέων Βαρών του 1975 να αντέξει 15 γύρους εναντίον του διασημότερου μποξέρ όλων των εποχών, Μοχάμεντ Αλι, σε μία αναμέτρηση που προέκυψε ούτε λίγο ούτε πολύ από τύχη και αποτέλεσε την έμπνευση της δημιουργίας ενός κάποιου «Ρόκι Μπαλμπόα», γεγονός που αποδείχθηκε μεν το χρυσωρυχείο της ζωής του Σιλβέστερ Σταλόνε αλλά που τελικά δεν απέδωσε ούτε ένα σεντ στις ίδιες τις τσέπες του Ουέπνερ.
Ταυτόχρονα όμως με τις οκτώ σπασμένες μύτες, τα δύο knockout και τα συνολικά 313 ράμματα που συνόδευσαν την δεκάχρονη καριέρα του ως μποξέρ, ο Ουέπνερ υπήρξε το ίδιο δραστήριος και εκτός ρινγκ, ζώντας μια επεισοδιακή ζωή γεμάτη ποτά, ναρκωτικά, γυναίκες και αμέτρητα σκαμπανεβάσματα, υλικό που προσέφερε στον Φιλίπ Φαλαρντό του «Εξαιρετικού Κυρίου Λαζάρ» την πρώτη «ακατάλληλη δια ανηλίκους» ταινία του και στον Λιβ Σράιμπερ την ευκαιρία να βουτήξει με φόρα στο άγριο ρινγκ της υποκριτικής.
Το αποτέλεσμα βέβαια δεν είναι κάτι που μοιάζει προορισμένο εξαρχής να επαναπροσδιορίσει το είδος του. Ο «Chuck» (γνωστός και ως «Bleeder» στα φεστιβαλικά σαλόνια, καθώς έτσι έκανε την πρεμιέρα του τον περασμένο Σεπτέμβρη σε Βενετία και Τορόντο) ακολουθεί σχεδόν ευλαβικά και με απόλυτη ασφάλεια τους κανόνες μιας τυπικής βιογραφικής ταινίας (από την αρχική αναφορά «βασισμένο σε αληθινή ιστορία» και τα συχνά επεξηγηματικά voice-over μέχρι τις τελικές φωτογραφίες του αληθινού Τσακ και τις κάρτες με τα γεγονότα που στη συνέχεια στιγμάτισαν τη ζωή του) για να χρησιμοποιήσει ωστόσο μια διασκεδαστική και ανάλαφρη αφηγηματική γλώσσα χωρίς να προσδοκά σε μεγαλεπίβολες δηλώσεις ή κραυγαλέα ηθικά διδάγματα.
Αντιθέτως, ενσωματώνει σε γενναίες ποσότητες το χιούμορ στην αφήγηση, κατά στιγμές παραδίδεται αναπολογητικά στο πηγαίο μελόδραμα της ιστορίας του, θα μπορούσε ακόμα να πει κανείς ότι το «Chuck» υιοθετεί τον ίδιο ενθουσιασμό που επέδειξε και ο Ουέπνερ κατά τη διάρκεια της ζωής του χωρίς να ενδιαφέρεται απαραίτητα για την υστεροφημία του.
Και αυτό δεν είναι καθόλου κακό καθώς βοηθά την πιο καυστική, ειρωνική και ακομπλεξάριστη πλευρά της ταινίας να βγει στην επιφάνεια. Επιπλέον, το φιλμ ενισχύει σίγουρα η αφοσίωση του Λιβ Σράιμπερ στον ρόλο (δεν σε αφήνει άφωνο, δεν αποδεικνύεται όμως λίγος) που επιπλέον εμφανίζει και μια αυτοσαρκαστική διάθεση που παραδόξως λειτουργεί θετικά στην περισσότερο τρισδιάστατη απεικόνιση του χαρακτήρα του. Προσθέστε και μια disco Ναόμι Γουότς που δεν ξέραμε ότι είχαμε ανάγκη (εδώ με την συνοδεία κόκκινης περούκας και υποβοήθησης στο μπούστο σε έναν καθαρά υποστηρικτικό ρόλο που απλά δείχνει μια πιο americana πλευρά της) αλλά και μια γρήγορη διαδοχή των γεγονότων που δεν αφήνει την ιστορία να βαλτώσει και μπορείτε να καταλάβετε γιατί το «Chuck» προκύπτει τόσο φιλικό προς τον θεατή και έτοιμο για μαζική κατανάλωση, νιώθοντας απόλυτα cool με αυτό.
Ναι, το οικιακό δράμα του φιλμ το έχουμε δει χιλιάδες φορές. Όπως και την αφηγηματική γραμμή που ακολουθεί πιστά το τρίπτυχο επιτυχία-αποτυχία-επιστροφή στο φως. Η απατημένη δε σύζυγος της Ελίζαμπεθ Μος είναι μια φιγούρα τόσο γνώριμη για αυτού του είδους τον κινηματογράφο που φαντάζει ανησυχητικά οικεία, αν και η ηθοποιός καταφέρνει να της δώσει έξτρα ζωή ντύνοντάς την με ίδιες δόσεις θύματος και εκνευριστικής persona με έφεση στο πατρονάρισμα. Μοναδική κραυγαλέα αστοχία της ταινίας, η σχεδόν καρτουνίστικη αποτύπωση του ίδιου του Σταλόνε, η οποία μάλλον άθελά της προκαλεί το γέλιο.
Όμως δε χρειάζεται κάθε ταινία να ανακαλύπτει τον τροχό, αρκεί να ολοκληρώνει με επάρκεια την αποστολή της. Και εδώ, αυτή η αποστολή είναι ένα χαλαρό, διασκεδαστικό δίωρο, που όμως δεν προσφέρει την προοπτική για μια τρανταχτή ερμηνευτική καταξίωση του Λιβ Σράιμπερ. Για κάτι τέτοιο, μάλλον ο ηθοποιός θα χρειαστεί να ξαναεπιστρέψει στο ρινγκ.