Μεξικό, 1956: ο Φιντέλ Κάστρο σαλπάρει για την Κούβα, με 82 αντάρτες σε ετοιμότητα και με σκοπό να ανατρέψει τον δικτάτορα Μπατίστα. Ανάμεσά τους κι ο νεαρός αργεντίνος γιατρός Ερνέστο Τσε Γκεβάρα - ένας ιδεαλιστής επαναστάτης. Διασχίζοντας το εσωτερικό της χώρας, ως διοικητής των ανταρτών, ο Τσε στήριξε την Επανάσταση καθοριστικά: από το να εμπνεύσει τους φτωχούς αγρότες να τον ακολουθήσουν και να μυήσει το στρατό του σε τακτικές μοντέρνου ανταρτοπόλεμου, μέχρι να προσφέρει ιατρική περίθαλψη, όχι μόνο στους πολεμιστές του, αλλά στον εγκαταλειμμένο λαό που συναντούσε στην πορεία του. Στο πρώτο μέρος του μεγαλόπνοου έπους του, ο Στίβεν Σόντερμπεργκ ακολουθεί τον Τσε από τις ζούγκλες της Κούβας, μέχρι την νικηφόρο επέλαση στην Αβάνα το 1959. Τη δράση διακόπτει τακτικά η διάσημη ομιλία του Κομαντάντε στα Ηνωμένα Εθνη στη Νέα Υόρκη, το 1964, που άφησε ιστορία.

Ο Στίβεν Σόντερμπεργκ σκηνοθετεί στην ουσία μία ταινία - την άνοδο και την πτώση του Τσε σε μία κινηματογραφική και ιστορική διατριβή 262 λεπτών- άσχετα αν, όπως και στην περίπτωση του «Kill Bill» του Κουέντιν Ταραντίνο, κρίθηκε δόκιμο να κοπεί στη μέση για εμπορικούς λόγους. Στο πρώτο μέρος, ο σεναριογράφος Πίτερ Μπάκμαν μάς δίνει ψήγματα από τη γέννηση της Επανάστασης και πώς ο Τσε της έδωσε την ιδεολογική της υπόσταση, όσο ο Σόντερμπεργκ (όπως έκανε και στο «Traffic») παίρνει την κάμερα στον ώμο, κατακερματίζει το χρόνο και συλλέγει στιγμές, εικόνες και συναισθήματα. Είναι προφανές: φυσικά και τον ενδιαφέρει η Ιστορία, αλλά ακόμα περισσότερο η ιστορία του ήρωά του.

Αφήνοντας στην άκρη τη σπιντάτη κινηματογράφηση της «Ocean» τριλογίας, ο Σόντερμπεργκ κατεβάζει τους ρυθμούς σ' ένα νωχελικό, ονειρικό σχεδόν σινεμά παρατήρησης - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι σαφώς παρούσα η στυλιζαρισμένη, σήμα-κατατεθέν αισθητική του. Τον συναρπάζουν οι λεπτομέρειες, η διαδικασία, τα logistics που σχηματίζουν τη μεγάλη εικόνα. Οι δύσβατες πεζοπορίες στη ζούγκλα. Οι αυστηροί διάλογοι με τους αντάρτες. Οι διαφωνίες με τον Κάστρο. Οι συγκρούσεις. Οι τραυματισμοί. Το άσθμα που ροκάνιζε τις αντοχές του. Δεν υπάρχει μία γραμμική αφήγηση ενός ιστορικού έπους, όσο ένα βιωματικό παζλ για το θεατή: ο Τσε γίνεται ηγέτης και σύμβολο μπροστά στα μάτια του, μέσα από τη σύγχιση ενός ανταρτοπόλεμου με άγνωστη εξέλιξη ακόμα.

Ο Μπενίσιο Ντελ Τόρο, πέρα από την ανατριχιαστική ομοιότητα με τον Τσε, συνθέτει μία ερμηνεία - τόσο αβίαστη, τόσο νατουραλιστική και, ταυτόχρονα, τόσο μελετημένη στη λεπτομέρεια. Μία ερμηνεία μέσα στην ερμηνεία: ο ιδεολόγος γιατρός που παραδίδει τα σκήπτρα στον ηγέτη. Ο θεωρητικός που οφείλει να αποδείξει την εγκυρότητα της Επανάστασης με πράξεις. Ο ιδιωτικός άνθρωπος που εγκαταλείπει ένα κομμάτι του εαυτού του για να βγει μπροστά, να γίνει το πρόσωπο, το λάβαρο των αγώνων.

Ταυτόχρονα, επίτηδες, ο Σόντερμπεργκ κόβει με το ασπρόμαυρο γυαλιστερό (σαν τις φωτογραφίες του περιοδικού Life) «αρχειακό» υλικό της επίσκεψης στη Νέα Υόρκη: πόσο τον μυθοποίησε η Δύση τον Τσε, πόσο τον δαιμονοποίησε, πόσο τελικά τον κατάλαβε; Ο Ντελ Τόρο ερμηνεύει τις σκηνές του στο Μανχάταν με ένα σχεδόν περιπαικτικό μειδίαμα που είναι η απάντηση στα εκατομμύρια μπλουζάκια που τυπώθηκαν με τη διάσημη φωτογραφία του Κομαντάτε.

«Ποιο είναι το κύριο συστατικό μιας Επανάστασης;» τον ρωτά στην τηλεοπτική του συνέντευξη η δημοσιογράφος του ABC Λίζα Χάζουαρντ (Τζούλια Ορμόντ). «Η αγάπη» της απαντά, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. «Ενας πραγματικός επαναστάτης αγαπά τον άνθρωπο. Αγαπά τη δικαιοσύνη. Αγαπά την αλήθεια....»

Ακόμα κι αν η Ιστορία των τελευταίων 50 χρόνων μπορεί να τεστάρει τον κυνισμό μας απέναντι στην ιδεολογία, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Σόντερμπεργκ για αφελή αγιοποίηση της φιγούρας του Τσε. Ο μαγνητισμός, η γοητεία και η δύναμη της αλήθειας του είχαν ένα τέτοιο εκτόπισμα, που αν δεν ήταν ιστορικό πρόσωπο, το ίδιο το σινεμά θα έπρεπε να τον εφεύρει.