Ενα περιθωριοποιημένο κορίτσι ζει μαζί με τη φανατικά θρησκευόμενη μητέρα του, ενώ έχει ήδη ανακαλύψει ότι διαθέτει τηλεκινητικές ικανότητες. Οταν οι συμμαθητές της θα αρχίσουν να τη φοβερίζουν και να καταστρώνουν χοντροκομμένες φάρσες σε βάρος της, η Κάρι θα φτάσει στα όρια της και θα εκδικηθεί τους πάντες την ημέρα του χορού του σχολείου.

Είναι 2013, είσαι η Κίμπερλι Πιρς που - εντάξει - εξαργυρώνεις ακόμη ως φήμη την επιτυχία του «Boys Don’t Cry» και επιπλέον για κάποιο όχι ακριβώς κατανοητό λόγο σου έχουν αναθέσει να μεταφέρεις ξανά στον κινηματογράφο το πρώτο μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ που εκδόθηκε ποτέ.

Δεν τρομάζεις. Προσπαθείς να βγάλεις από το μυαλό σου πως το «Carrie» όχι απλώς έχει μεταφερθεί ξανά στο σινεμά, αλλά το φιλμ του Μπράιαν Ντε Πάλμα παραμένει ακόμη και σήμερα, 38 χρόνια μετά την έξοδό του, μια εμβληματική στιγμή του κινηματογραφικού τρόμου.

Παίρνεις βαθιές ανάσες και σκέφτεσαι μόνο θετικά. Το πώς, δηλαδή, για παράδειγμα, μια τρομακτική ιστορία ενηλικίωσης σαν αυτή της Κάρι Γουάιτ μοιάζει απόλυτα σημερινή σε μια εποχή που το bullying βρίσκεται στις πρώτες θέσεις των σύγχρονων προβλημάτων των εφήβων στην Αμερική και σε όλον τον πλανήτη και σε ένα κόσμο που συνεχίζει να δαιμονοποιεί το σεξ, ακόμη και αν η πίστη του δεν είναι 100% συνυφασμένη με το κατά την εκκλησία κήρυγμα του Ιησού Χριστού.

Προχωράς ακάθεκτη παίρνοντας το πράσινο φως κυρίως από τον Λόρενς Ντ. Κόεν, σεναριογράφο του «Carrie» του 1976 που υπογράφει και το καινούριο σενάριο.

Και έρχεσαι αντιμέτωπη με το κάστινγκ, προσπαθώντας να βρεις τη σημερινή Σίσι Σπέισεκ και τη σημερινή Πάιπερ Λόρι για να φτιάξεις το ισχυρό δίδυμο κόρης – μάνας που θα κάνει την ταινία σου πειστική και το ίδιο αποτελεσματική με εκείνη του Ντε Πάλμα. Βρίσκεις στο πρόσωπο της Κλόε Γκρέις Μόρετζ την απαίδευτη αθωότητα που ταιριάζει στην Κάρι και τρίβεις τα χέρια σου από ικανοποίηση όταν η Τζούλιαν Μουρ δέχεται να παίξει τη θεούσα μητέρα της που θα κάνει τα πάντα για να μην δουν τα σκέλια της κόρης της άλλο φως εκτός από το... θείο.

Και ξεκινάς με τις καλύτερες προθέσεις, σίγουρη πως ξέρεις καλά (και είναι αλήθεια) τι σημαίνει να είσαι outcast στον βίαιο κόσμο του γυμνάσιου, να μην ανήκεις πουθενά παρά στη φυλακή του σπιτιού σου, να ανακαλύπτεις έντρομη πως το να κινείς τα αντικείμενα γύρω σου είναι ο μόνος τρόπος διαφυγής σου από την πραγματικότητα και να μην υπάρχει ούτε ένα αγόρι που να σου ζητήσει να το συνοδεύσεις στον χορό αποφοίτησης που ονειρεύσαι σε όλη την ανήλικη ζωή σου.

Και ξαφνικά, όλα είναι λάθος.

Το διάβασμά σου πάνω σε μια αιματοβαμμένη από τη φύση της ιστορία ενηλικίωσης προσπαθεί μάταια να πείσει ως ένα φεμινιστικό μανιφέστο για τη γυναικεία χειραφέτηση, όταν αντιμετωπίζεται με δήθεν ρεαλιστική ωμότητα (βλ. την πρώτη σκηνή στο ντουζ - φτιαγμένη για φτηνό σοκ) είναι και καταλήγει να συμπεριφέρεται στην κεντρική του ηρωίδα του το ίδιο αντιπαθητικά με όλον τον περίγυρό της.

Κάθε προσπάθεια σου για μια μοντέρνα μεταφορά του μύθου της Κάρι εξαντλείται στα social media στα οποία θα «ανέβει» το ντροπιαστικό βίντεο από τα γυναικεία αποδυτήρια και κάθε απόπειρα να είναι αυτή η Κάρι μια υπερηρωίδα – απαρχή μιας νέας μυθολογίας για όλα τα κορίτσια που δεν τολμούν να αντιδράσουν στην καταπίεση ένα ανέκδοτο για ένα κορίτσι που απλά μαθαίνει να ελέγχει τις τηλεκινητικές της δυνάμεις.

Η επιλογή σου και στους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους ισοπεδώνεται ακόμη και στην παραμικρή σύγκριση με τις προκατόχους τους: καμιά άχρωμη και στα όρια του παθολογικού (σαν να παίζει σε βαρύ δράμα εποχής) Κλόε Γκρέις Μόρετζ δεν θα μπορέσει ποτέ να συλλάβει τη διεστραμμένη αγνότητα και πάλλευκη ομορφιά της Σίσι Σπέισεκ και καμία Τζούλιαν Μουρ – όσο σπουδαία ηθοποιος και να είναι – δεν θα μπορέσει να είναι τίποτα περισσότερο από κιτς αν η καθοδήγηση της είναι να παίξει σαν να πρωταγωνιστεί σε ένα camp θρίλερ εσταυρωμένων και άλλων θείων αποχρώσεων.

Η φροντίδα σου στο να εικονογραφήσεις απλά ένα σενάριο (που δεν διαφέρει στο ελάχιστο από αυτό της ταινίας του Ντε Πάλμα) εξαντλείται μόνο στα προφανή, με αποτέλεσμα αυτή η «Carrie» να μην μιλάει για τίποτα απ’ όσα στην πραγματικότητα πραγματεύεται στη βάση της, αφού ούτε το bullying, ούτε η κριτική πάνω στη θρησκεία, ούτε ακόμη αυτή η πραγματικά τρομακτική φύση της ενηλικίωσης δεν μπορούν να επιπλεύσουν πάνω σε μια ταινία που θα ήταν βαρετή ακόμη κι αν δεν γνωρίζεις το φινάλε της.

Και για να φτάσουμε και στο φινάλε, μόνο μια ερώτηση: πόσο δύσκολο είναι άραγε να αντιγράψεις μια από τις πιο εμβληματικές αιματοβαμμένες σκηνές στην ιστορία του σινεμά;

Δεν χρειάζεται να απαντήσεις, αφού είναι φανερό πως είναι μάλλον πολύ δύσκολο να κάνεις μια ολόκληρη ταινία, όταν δεν ξέρεις τι ταινία κάνεις και όταν το ίδιο της το παρελθόν (τόσο λογοτεχνικά όσο και κινηματογραφικά) παραμένει ο μοναδικός λόγος για να ασχοληθεί κάποιος με τη χαμένη ευκαιρία σου.

Αυτή που κάνει την «Carrie» του 2013 ένα από τα πιο αδιάφορα και αχρείαστα ριμέικ που γυρίστηκαν ποτέ.