Δύο νεαροί άντρες συνομιλούν μεταξύ τους, χωρίς να τους βλέπει ο θεατής, σχεδόν συνωμοτικά, όσο πέφτουν οι τίτλοι έναρξης του «Η Γνωριμία Της Σάρκας». Θέμα της συζήτησης, τι άλλο, το σεξ και οι γυναίκες. Ο ένας, πιο ρομαντικός και ιδεαλιστής, θέλει μια γυναίκα με κατανόηση, ένα κορίτσι με το οποίο «να ξεκινούν τις ίδιες προτάσεις μαζί», ο άλλος σαφώς πιο κυνικός και πραγματιστής, αρκείται στα μεγάλα βυζιά. Ο ένας θέλει να κάνει για πρώτη φορά σεξ με μια επίσης παρθένα, ο άλλος δεν έχει πρόβλημα με μια πιο έμπειρη γυναίκα, αρκεί να μην είναι τέρας.

Μέσα σε λίγα μόλις λεπτά και χωρίς ακόμα να έχουν συστηθεί ή φανεί στην οθόνη, οι δύο κεντρικοί ήρωες της ταινίας έχουν ήδη θέσει τις βάσεις για τη θεματική της ταινίας. Οσα θα ακολουθήσουν θα είναι το ξεγύμνωμα των αντιφάσεων και των ανασφαλειών τους, μια ανελέητη κατάδυση στην (ετεροφυλοφιλική) ανδρική ψυχοσύνθεση και σεξουαλικότητα, που δε θα μπορούσε παρά να είναι αποκύημα του αμερικανικού σινεμά της δεκαετίας του '70, αλλά που παραμένει (απρόσμενα ίσως) αποκαλυπτικά επίκαιρη.

Σε μια εποχή σαρωτικών αλλαγών για την αμερικανική κοινωνία, με τον Πόλεμο του Βιετνάμ να πνέει τα λοίσθια και να προμηνύει ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα στην αφέλεια και την έπαρση μιας ανίκητης υπερδύναμης και με την μετάβαση από την αισιόδοξη και δυναμική αμφισβήτηση των '60s στη ρεαλιστική ενδοσκόπηση μέσα από έναν σίγουρα πιο απαισιόδοξο και σκοτεινό καθρέφτη στη δεκαετία του '70, το «Η Γνωριμία της Σάρκας» προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από την αρχή της κυκλοφορίας του το 1971, με την απογυμνωμένη και ωμή ματιά στο σεξ και τις διαπροσωπικές σχέσεις κι έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο σε μια ιστορική απόφαση έκρινε πως δεν είναι πορνογράφημα, ακυρώνοντας την αντίθετη κρίση των αρχών της πολιτείας της Τζόρτζια, μετά τη σύλληψη ενός αιθουσάρχη που «τόλμησε» να προβάλει την ταινία.

Σχεδόν μισό αιώνα μετά, όλα αυτά κανονικά θα έπρεπε να έχουν ένα δικό τους αναμφίβολο ιστορικό ενδιαφέρον, ενώ όμως η θέα του υπέροχου γυμνού κορμιού της Αν Μάργκρετ (σε μια καθ’ όλα οργανικά ενταγμένη στην πλοκή σκηνή) και η βωμολοχία δε σοκάρουν κανένα, αυτά που παραμένουν αποκαλυπτικά είναι η διεισδυτικότητα της ματιάς του Μάικ Νίκολς και η ακρίβεια της ανατομίας που πραγματοποιεί στο αδιέξοδο των διαπροσωπικών σχέσεων μέσα από την ιστορία της φιλίας του Τζόναθαν και του Σάντι στη διάρκεια 25 χρόνων και των σχέσεων με τις γυναίκες της ζωής τους, από τα τέλη της δεκαετίας του '40 στο κολέγιο του Αμχερστ, όπου φοιτούν, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '60, τη μέση ηλικία και την (κάθε άλλο παρά) ωριμότητα.

Προορισμένο αρχικά για τη σκηνή από τον κομίστα και σατιρικό συγγραφέα Τζουλς Φάιφερ, το «Η Γνωριμία της Σάρκας» δεν κρύβει τις θεατρικές του καταβολές με έντονο το διαλογικό στοιχείο, σχοινοτενείς στιχομυθίες και δραματουργική δομή σε τρεις πράξεις. Ο διορατικός σκηνοθέτης Μάικ Νίκολς, όμως, σε μια απολύτως ευτυχή συγκυρία είδε στο έργο που του έστειλε ο Φάιφερ τις κινηματογραφικές του δυνατότητες και ανέδειξε αυτά που κανονικά θα ήταν ελαττώματα σε προτερήματα της σκηνοθετικής του προσέγγισης.

Γιατί η στατικότητα της δράσης όχι μόνο δίνει τη δυνατότητα στον Νίκολς να ζουμάρει μέσα από αποκαλυπτικά γκρο πλαν στα πρόσωπα των ηρώων του και να εκμαιεύσει ή να ανιχνεύσει τις μύχιες σκέψεις τους, τις εσωτερικές αντιφάσεις τους και τα αδιέξοδα συναισθήματά τους, αλλά και επιτρέπει στην κάμερα να ιχνηλατήσει και να εξερευνήσει τον αρνητικό χώρο και την απόσταση ανάμεσα στα σώματα που γνωρίζονται, ενώνονται και απομακρύνονται (κυριολεκτικά και μεταφορικά) με όλη την κατάφωρη δύναμη της σαρκικής ανάγκης και την αδυναμία των λέξεων και τον συναισθημάτων να καλύψουν ή να υπερπηδήσουν το κενό της επιφανειακής εργαλειοποίησης του άλλου ή της ατολμίας για μια ουσιαστικότερη προσέγγιση.

Κι επειδή φυσικά μια τόσο ενδελεχής σύνθεση χρειαζόταν τα κατάλληλα εκείνα όργανα, που θα αναδείκνυαν όλες τις λεπτές αποχρώσεις και τα ανεπαίσθητα ημιτόνια ανάμεσα στην ηδονή και τη οδύνη της σαρκικής εξάρτησης, ο Νίκολς, ο οποίος, εκτός από σκηνοθέτης του «Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;» και του «Πρωτάρη», ήταν ήδη και ένας βραβευμένος με πέντε Τόνι θεατρικός σκηνοθέτης, συγκέντρωσε και κατάφερε να αποσπάσει εξαιρετικές ερμηνείες από το σύνολο του ολιγομελούς καστ του.

Αυτό βέβαια ήταν κάπως αναμενόμενο για τον Τζακ Νίκολσον στο ρόλο του αμοραλιστή Τζόναθαν σε μια ερμηνεία που διαπλέκει μαεστρικά και (όπως πάντα) σαρδόνια το μύθο, την «περσόνα», τη μανιέρα, αλλά και μια άνευ όρων σωματική και ψυχολογική παράδοση, ενώ ο Αρτ Γκαρφάνκελ του γνωστού μουσικού διδύμου, σε μια από τις λιγοστές, αλλά τόσο χαρακτηριστικές κινηματογραφικές του εμφανίσεις, πλάθει έναν ιδανικό (αντιστικτικά και συμπληρωματικά) εσωστρεφή Σάντι, είναι, όμως, η Αν Μάργκρετ εκείνη η οποία σαρώνει και κλέβει τις εντυπώσεις (είναι η μόνη που προτάθηκε για Οσκαρ άλλωστε), στο ρόλο της Μπόμπι, της χυμώδους και ευκαιριακής αρχικά σεξουαλικής συντρόφου του Τζόναθαν, η οποία θα απαιτήσει και θα διεκδικήσει (με το ανάλογο κόστος) εκείνο το κάτι περισσότερο από τη σαρκική επαφή.

Αφοπλιστικά, απολαυστικά κι επώδυνα ειλικρινής, η «Γνωριμία της Σάρκας» παραμένει αγέραστη στο χρόνο. Γιατί, σε αντίθεση με την πραγματική σάρκα, η ανάγκη για επαφή και η αδυναμία ουσιαστικής κατάκτησής της (θα) ταλανίζουν στο διηνεκές όλα τα φύλα, σ’ αυτή την a priori χαμένη μάχη ανάμεσα στη λογική, το συναίσθημα και το ορμέμφυτο. Ο ίδιος ο Νίκολς θα επέστρεφε πολλά χρόνια μετά και με το «Εξ Επαφής», την προτελευταία δημιουργία του, σε μια ανάλογη προβληματική, την οποία επικαιροποίησε σε ένα πιο σύγχρονο (και σαφώς ακόμα πιο κυνικό) πλαίσιο, είναι εδώ, όμως, που παραδίδει τη μάλλον καλύτερη ταινία του.