Δεκαετία του ’50, στα πρώτα στάδια του Ψυχρού Πολέμου. Οι σχέσεις Η.Π.Α. και Σοβιετικής Eνωσης είναι ήδη τεταμένες αλλά η κατάσταση χειροτερεύει όταν το FBI συλλαμβάνει τον Ρούντολφ Eϊμπελ, έναν Σοβιετικό πράκτορα που ζει στη Νέα Υόρκη. Η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να βρει έναν ανεξάρτητο δικηγόρο για την υπεράσπιση του Έιμπελ, πλησιάζει τον Τζέιμς Ντόνοβαν, έναν δικηγόρο από το Μπρούκλιν που ειδικεύεται στα ασφαλιστικά. Παρά την σχετική απειρία του, ο Ντόνοβαν δέχεται και επιδιώκει να εξασφαλίσει στον πελάτη του μια δίκαιη δίκη. Λίγο καιρό αργότερα, ένα αμερικανικό κατασκοπικό αεροπλάνο καταρρίπτεται στη Σοβιετική Ένωση και ο πιλότος του, Φράνσις Γκάρι Πάουερς, συλλαμβάνεται. Η CIA, παρόλο που επίσημα αρνείται την συμμετοχή της στην αποστολή, φοβάται μήπως ο Πάουερς αποκαλύψει απόρρητες πληροφορίες. Λόγω της εντυπωσιακής παρουσίας του Ντόνοβαν στη δίκη του Εϊμπελ, η CIA τον καλεί να αναλάβει την ευαίσθητη υπόθεση εθνικής σημασίας. Ο Ντόνοβαν αναχωρεί για το Βερολίνο για να διαπραγματευτεί την ανταλλαγή κρατουμένων...

Το σινεμά του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Αυτός ο αέρας αβίαστου, κλασικού, αφηγηματικού σινεμά που μοιάζει πλέον με κάτι τόσο σπάνιο και πολύτιμο που θα έπρεπε κάθε φορά που εμφανίζεται μπροστά μας να αισθανόμαστε δέος και μαζί αυτήν τη σχεδόν παιδική αίσθηση πως μερικά πράγματα μπορούν να είναι «όπως παλιά» και όμως αυτό να μην είναι απαραίτητα κάτι κακό.

Φεύγοντας από το αριστουργηματικό «Λίνκολν», ο Στίβεν Σπίλμπεργκ μπήκε πλέον σε αυτήν την περίοδο της καριέρας του που τόσο η επιλογή των θεμάτων του όσο και το στιλ του μοιάζουν με ένα φόρο τιμής στο κλασικό αμερικάνικο σινεμά, όπως το έκαναν ο Τζον Φορντ, ο Φρανκ Κάπρα, ο Τζον Μάνκιεβιτς, ο Τζον Κιούκορ – ένα σινεμά ανθρωποκεντρικό, με καθαρό προσανατολισμό, ακαδημαϊκό τόσο ώστε να γίνεται μοντέρνο, σε κάθε περίπτωση διαχρονικό.

Στη «Γέφυρα των Κατασκόπων» η πρόθεσή του είναι ολοφάνερη για μια ιστορία που φυσικά δεν είναι «κατασκοπική», ακριβώς όπως το «Jaws» δεν ήταν ποτέ μια ταινία για ένα καρχαρία, οι «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» μια ταινία για τους εξωγήινους, το «A.I» μια ταινία για την τεχνητή νοημοσύνη, το «Jurassic Park» μια ταινία για τους δεινόσαυρους, το «Λίνκολν» μια ταινία για τον Λίνκολν...

Περισσότερο μια ιστορία για το που ακριβώς μπορεί να σταθεί το καλό σε ένα κόσμο που αναπνέει μόνο μέσα σε γκρίζες ζώνες, το φιλμ που ενώνει τον Σπίλμπεργκ με τον Τομ Χανκς, 11 χρόνια μετά το «The Terminal», φέρνει αναπόφευκτα στη μνήμη το δίδυμο των Φρανκ Κάπρα – Τζέιμς Στίουαρτ στο «Ο Κύριος Σμιθ Πάει στη Ουάσινγκτον», εδώ με τον Τομ Χανκς να πηγαίνει στο διχοτομημένο Βερολίνο του Ψυχρού Πολέμου, αφού πρώτα ως άλλος Ατικους Φιντς ολοκληρώνει το δικό του «To Kill a Mockingbird».

Σε ολόκληρο το πρώτο μέρος, ο Σπίλμπεργκ μεγαλουργεί. Με οδηγό τη διάφανη ερμηνεία του Τομ Χανκς (εδώ στην τελειοποίηση του μέσου ήρωα που είναι καταδικασμένος να γίνει Ηρωας), στήνει μια δικαστική παράνοια που παρακολουθείται με κομμένη την ανάσα, περιγράφοντας γλαφυρά, με αγωνία, βαθιά μελαγχολία, σκοτεινές αποχρώσεις και κάθε πιθανή διαλεκτική οτιδήποτε σήμαινε και σημαίνει ακόμη και σήμερα η έννοια του Ψυχρού Πολέμου.

Μετατοπίζοντας τη δράση στα βλέμματα, τη διάχυτη καχυποψία, την έλλειψη της οποίαδήποτε λογικής, το μίσος που μοιάζει να ακυρώνει κάθε ίχνος νομιμότητας και σε ένα χαμένο παιχνίδι που παίζεται πλέον μόνο σε επίπεδο ιδεοληψιών αγνοώντας την ανθρώπινη διάσταση πίσω από τη διάχυση των κρατικών μυστικών, ο Σπίλμπεργκ ενορχηστρώνει μια συναρπαστική ωδή πάνω στην οριστική νίκη του συστήματος έτσι όπως αυτό δεν μοιάζει να διαφέρει πολύ από τα τέλη των 50s στα 10s του εξίσου χαοτικού σήμερα.

Στο δεύτερο μέρος, όταν η πλοκή μεταφέρεται στο Βερολίνο, ο Σπίλμπεργκ αφήνεται στην από μόνη της ικανή να τα περιγράψει όλα διχοτόμηση μιας πόλης, μιας χώρας και ενός κόσμου. Το παιχνίδι μεταφέρεται στα γραφεία των Σοβιετικών και των Γερμανών, αλλά συνεχίζει να παραμένει εκτός της ανθρώπινης σφαίρας – ειδικά όταν κάθε κουβέντα, κάθε διπλωματική προσπάθεια και κάθε απόφαση αφορά την ανταλλαγή εν δυνάμει αθώων ανθρώπων που υπηρετούν ο καθένας από την πλευρά του τα συμφέροντα ενός «πολέμου» που πρέπει πάση θυσία να μείνει ζωντανός περισσότερο από τους ίδιους.

Είναι, όμως, εκεί όπου το σενάριο του Ματ Τσάρμαν, ο οποίος ολοκλήρωσε την πρώτη γραφή των αδελφών Κοέν, χάνει τη συνοχή του, φλυαρεί και αναλώνεται σε περισσότερα κεφάλαια μιας ιστορίας που μοιάζει ήδη ειπωμένη και έτοιμη από ώρα να καταλήξει στην τελική συγκινητική και κλασική ήδη από τη συλληψή της σκηνή της γέφυρας.

Οσο κι αν ο Σπίλμπεργκ προσπαθεί να κρατήσει σταθερό το κέντρο βάρους, καταγράφοντας με σχεδόν ελεγειακό τρόπο το ταξίδι στην «άλλη πλευρά», τόσο ο ρυθμός του φιλμ βαραίνει, τόσο οι χαρακτήρες αρχίζουν να μοιάζουν αδύναμοι να υποστηρίξουν την από τη φύση τους πολυπλοκότητα και τόσο υποβόσκει η αίσθηση πως, ναι, βρισκόμαστε σε μια αμερικάνικη κατασκοπική ταινία που μιλάει για τον Ψυχρό Πόλεμο.

Αν η «Γέφυρα των Κατασκόπων» δεν είναι μια από τις «μεγάλες» ταινίες του Στίβεν Σπίλμπεργκ, αυτό δεν αναίρει στο ελάχιστο πως πρόκειται για μια ταινία που μέσα στην κλασική της φόρμα μιλάει περισσότερο από πολλές άλλες για το διαρκή πόλεμο ανάμεσα στο σωστό όπως το ορίζει η ανθρώπινη ακεραιότητα και αυτό που θα ορίζεται πάντα από το σύστημα. Και το κάνει, ναι, ατελώς, αλλά με έναν σπουδαίο, τόσο σπάνιο και πολύτιμο κινηματογραφικό τρόπο, κερδίζοντας - ακριβώς όπως και ο πρωταγωνιστής της - αν μη τι άλλο, στα σημεία.