Ταινία ομηρίας που γρήγορα εξελίσσεται στο πιο μη πειστικό, μεγαλόστομο ρομαντικό μελόδραμα είναι η μεταφορά στην οθόνη του best seller μυθιστορήματος της Αν Πάτσετ (που κυκλοφόρησε πριν την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, διαφορετικά θα δυσκολευόταν να εκδοθεί), που κάλλιστα θα μπορούσε να έχει σκηνοθετήσει ο Γιάννης Σμαραγδής, ή φταίει και που ο Σεμπάστιαν Κοχ περιφέρεται μελαγχολικός.

Η ιστορία, εμπνευσμένη από το πραγματικό (σύνθετο κι απίστευτο) περιστατικό της ομηρίας στη Λίμα το 1996, εκτυλίσσεται σε μια χώρα της Λατινικής Αμερικής που δεν κατονομάζεται. Εκεί φτάνει ο Κατσούμι Χοσοκάουα (Κεν Γουατανάμπε), Ιάπωνας ζάπλουτος επιχειρηματίας, για μια δεξίωση και επαγγελματική συζήτηση στο προεδρικό (δικτατορικό, υποθέτουμε), μέγαρο. Ο πραγματικός λόγος, όμως, που πηγαίνει, είναι για να δει από κοντά την ψυχαγωγό της βραδιάς, τη διάσημη τραγουδίστρια της όπερας, Ροξάν Κος (Τζούλιαν Μουρ). Στη διάρκεια της βραδιάς, οι καλεσμένοι θα πέσουν θύματα ομηρίας ένοπλων ανταρτών. Η ομηρία θα διαρκέσει ένα μήνα, στη διάρκεια του οποίου οι όμηροι και οι αντάρτες θα μονιάσουν, την ώρα που ο Διαπραγματευτής Μέσνερ πηγαινοέρχεται διαπραγματευόμενος - αλλά όχι στ' αλήθεια δυναμικά.

Γυρισμένο ολόκληρο σε μια πανέμορφη έπαυλη, στο εσωτερικό της βέβαια ως επί το πλείστον, για να παρακολουθεί τους ομήρους, το φιλμ παρεμβάλει λίγα εξωτερικά (την αστυνομία και τον Μέσνερ του Κοχ που επισκέπτεται τουριστικές ατραξιόν, μελαγχολικός πάντα) και υλικό «βίντεο» από τις «ειδήσεις». Μέσα στο σπίτι, οι όμηροι που μιλούν ο καθένας άλλη γλώσσα, καταφέρνουν να επικοινωνήσουν με τη γλώσσα της Τέχνης (η φωνή της Ροξάν τιθασεύει τους βίαιους αστυνομικούς απ' έξω και τους ακόμα πιο βίαιους ένοπλους μέσα), ενώ οι αντάρτες απεικονίζονται σαν ένα σκαλοπάτι πιο σκεπτόμενοι από πίθηκοι. Η επιλογή, άλλωστε, των ηρώων που παρακολουθούμε είναι αλλόκοτα... ταξική, μια και στο επίκεντρο βρίσκονται ο πλούσιος επιχειρηματίας (και ο καθοριστικού ρόλου μεταφραστής του), η διάσημη τραγουδίστρια και ο Γάλλος Πρέσβυς με τη μορφή (και τα μαλλιά!) του Κριστόφ Λαμπέρ. Οι υπόλοιποι μειώνονται σε διακοσμητικά μπιμπελό.

Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, ο Πολ Γουάιτς (που έχει σκηνοθετήσει το «About a Boy», αλλά έχει σκηνοθετήσει και το «American Pie»), ξεχνά ότι πρόκειται για θρίλερ, ή τέλος πάντων για μια ιστορία που εμπεριέχει αγωνία - πότε θα λήξει η ομηρία; - και αναλώνεται, σε αργούς ρυθμούς, σε δυο παράλληλα ρομάντζα της συμφοράς, της τραγουδίστριας με τον πλούσιο και του διερμηνέα με μια αθώα αντάρτισσα. Επιπλέον ο διερμηνέας μαθαίνει όλο τον κόσμο αγγλικά κι ισπανικά και η τραγουδίστρια τραγούδι, γιατί χρόνο έχουν.

Σ' αυτό το περιβάλλον, ο Σεμπάστιαν Κοχ έχει το πιο σοβαρό ύφος που μπορεί, ο Κεν Γουατανάμπε είναι διαρκώς, μόνο συνοφρυωμένος - είτε κάνει σεξ, είτε ακούει όπερα, είτε βλέπει εν ψυχρώ δολοφονία - κι η Τζούλιαν Μουρ παίζει για πρώτη φορά υπερβολικά, μη έχοντας τι άλλο να κάνει - εκτός από το να προσπαθεί να συγχρονιστεί με τη Ρενέ Φλέμινγκ που την ντουμπλάρει στο τραγούδι. Χωρίς διέξοδο, αυτό το χλιαρό, ακόμα και πολιτικά αδιανόητο, μελόδραμα, ολοκληρώνεται με μια... οπερατικού δράματος σκηνή στο φινάλε, που δεν αφήνει περιθώρια αντοχής ούτε για μια νότα παραπάνω.