Αν κάτι πετυχαίνει εύστοχα το κατασκοπικό θρίλερ του Μπραντ Αντερσον, αυτό είναι να αφαιρέσει από το είδος τη συνήθη αίγλη με την οποία συνηθίζεται να περιβάλλεται στις κινηματογραφικές του ενσαρκώσεις. Με φόντο την ταραγμένη Βηρυτό του 1982, το σενάριο του έμπειρου Τόνι Γκιλρόι (η τριλογία του Μπορν, «Michael Clayton») μοιράζει τα χαρτιά του ανάμεσα σε ένα υπόκωφο σασπένς και μια ελάχιστα λαμπερή καταγραφή της εξαιρετικά έκρυθμης κατάστασης στην περιοχή και των σύνθετων γεωπολιτικών συμφερόντων που την καθορίζουν.

Ελάχιστα λαμπερός (παρά την παρουσία του Τζον Χαμ στον πρωταγωνιστικό ρόλο) είναι και ο ήρωάς του, Μέισον Σκάιλς, ένας Αμερικανός πρώην διπλωμάτης ο οποίος έπειτα από μια τραγωδία εγκαταλείπει τη Βηρυτό πριν από τον εμφύλιο που θα άφηνε την πόλη σε ερείπια. Δέκα χρόνια αργότερα, βρίσκεται εγκατεστημένος στη Βοστόνη, πνίγοντας ακόμα τις αναμνήσεις του στο ποτό και χαραμίζοντας τα ταλέντα του ως διαμεσολαβητής σε τοπικές συνδικαλιστικές και εργασιακές διαμάχες. Επειτα από μια μυστηριώδη συνάντηση, θα επιστρέψει στην πρωτεύουσα του Λιβάνου, έχοντας επιστρατευθεί από τη CIA προκειμένου να χειριστεί τις διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση ενός παλιού του φίλου και πρώην συνεργάτη του.

Η ρημαγμένη εικόνα που θα συναντήσει δεν έχει καμία σχέση με την κοσμοπολίτικη και εύρωστη πόλη που είχε αφήσει πίσω του – τώρα, περισσότερο από ποτέ, μοιάζει να βρίσκεται στο έλεος διαφορετικών ομάδων και εθνικοτήτων που πασχίζουν με κάθε τρόπο να επιβάλλουν την παρουσία και τα συμφέροντά τους στην περιοχή.

Βασισμένοι σε πραγματικά περιστατικά και μακριά από την καταιγιστική δράση παρόμοιων ταινιών, ο Γκιλρόι και ο Αντερσον καταγράφουν τα βρώμικα παιχνίδια, τις ρευστές συμμαχίες και τις δαιδαλώδεις ίντριγκες ανάμεσα στις ντόπιες οργανώσεις, στους Ισραηλινούς, τους Παλαιστίνιους και τους Αμερικανούς, συνθέτοντας πειστικά την εκρηκτική ατμόσφαιρα σε μια χώρα που μοιάζει με ναρκοπέδιο.

Υιοθετώντας τη δυτική οπτική, αναπόφευκτα το φιλμ δεν αποφεύγει τις ευκολίες στην απεικόνιση των χαρακτήρων, και ειδικά των μη Αμερικανών. Η προσέγγισή του, ωστόσο, είναι ευπρόσδεκτα παλιομοδίτικη, και η εμμονή του στο ξετύλιγμα των ηθικά αμφιλεγόμενων στρατηγικών στις οποίες καταφεύγουν σύσσωμοι σχεδόν οι ήρωές του μια ευχάριστη ανατροπή σε σχέση με τις περιπετειώδεις αποδράσεις στις οποίες συνήθως αναλώνεται πλέον το συγκεκριμένο είδος – έστω κι αν η ταινία δεν εκπληρώνει μέχρι τέλους όλες τις υποσχέσεις της.