Με τα «Ραγισμένα Όνειρα», την ταινία που τον ανέδειξε στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα, ο Φλαμανδός Φέλιξ Φον Γκρόνιγκεν έδειξε ικανός να χτίσει ένα στιβαρό οικογενειακό δράμα και να χαρτογραφήσει τις πολυσύνθετες δυναμικές εντός του οικογενειακού ιστού, όταν αυτός βρίσκεται αντιμέτωπος με τη διάλυση και την τραγωδία. Στο αγγλόφωνο ντεμπούτο του στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, ωστόσο, ο Γκρόνιγκεν, αν και καταπιάνεται με ένα παρεμφερές «οικογενειακό» θέμα, δεν αποφεύγει τα κλισέ και τις συμβάσεις μιας καλογυρισμένης, αλλά ανώδυνης ταινίας, αυτή τη φορά για την εξάρτηση από τα ναρκωτικά.
Το «Ενα Όμορφο Αγόρι» βασίζεται στην αληθινή ιστορία των Ντέιβιντ και Νικ Σεφ, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα συμπληρωματικά απομνημονεύματα τους, τα «Beautiful Boy: A Father's Journey Through His Son's Addiction» και «Tweak: Growing Up on Methamphetamines» αντίστοιχα. Τόσο ο πατέρας, όσο και ο γιος, κατέγραψαν, ο καθένας από τη δική του οπτική γωνία, τον εφιάλτη της εξάρτησης του δεύτερου από την κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη, τις αλλεπάλληλες αποτυχημένες απόπειρες αποτοξίνωσης και τις υποτροπές, που δυναμίτισαν τις λαμπρές ακαδημαϊκές προοπτικές του ταλαντούχου και χαρισματικού νέου και παραλίγο να του στοιχίσουν τη ζωή.
Αυτός ο φαύλος κύκλος του εθισμού υπαγορεύει και τη σκηνοθετική προσέγγιση του Γκρόνινγκεν. Η εισαγωγή τοποθετεί τον θεατή in medias res και παρουσιάζει τον Ντέιβιντ, freelance δημοσιογράφο, να αποτείνεται σε έναν ειδικό για να μάθει περισσότερες πληροφορίες για την εξάρτηση από τα ναρκωτικά και τις παρενέργειές τους, όχι για τις ανάγκες κάποιου ρεπορτάζ, αλλά για να σώσει τον γιο που έχει εθιστεί στη μεθαμφεταμίνη. Τα γεγονότα που οδήγησαν σ’ αυτό το σημείο αποκαλύπτονται σταδιακά και με διαδοχικά φλας μπακ και μεταβάσεις στο χρόνο, καθώς διαπλέκονται τόσο με σκηνές από τα παιδικά κι εφηβικά χρόνια του Νικ και όσο και με την τρικυμιώδη πορεία σε ένα αβέβαιο παρόν διαρκών υποτροπών, εντός και εκτός των κλινικών απεξάρτησης.
Προς τιμήν του ο Γκρόνιγκεν αποφεύγει τις μελοδραματικές κορώνες και δεν αναζητά τις αιτίες, ούτε καταλογίζει ευθύνες. Ο Ντέιβιντ είναι ένας επιτυχημένος στο επάγγελμά του, προοδευτικός πατέρας, ο οποίος ποτέ δεν έκρυψε από τον γιο του ότι και ο ίδιος στα νιάτα του πειραματίστηκε με τα ναρκωτικά, καπνίζει μάλιστα μαζί του ένα τσιγαριλίκι για να γιορτάσουν μαζί την είσοδο του τελευταίου σε όλα τα κολέγια στα οποία έκανε αίτηση. Ο Νικ, από την άλλη, είναι ένα παιδί χωρισμένων γονιών που μεγαλώνει μαζί με τον πατέρα του, τη θετή του μητέρα και τα ετεροθαλή του αδέρφια σε ένα ευτυχισμένο σπιτικό, ένας εσωστρεφής, ευαίσθητος και πολλά υποσχόμενος νέος, που θέλει να ασχοληθεί με το γράψιμο, όπως ο πατέρας του, και περνάει την ώρα του ακούγοντας μουσική και διαβάζοντας «καταθλιπτικούς» συγγραφείς.
Οι λόγοι που τα ναρκωτικά και το αλκοόλ θα γίνουν το απατηλό καταφύγιο του από την πραγματικότητα και θα σηματοδοτήσουν την έναρξη μιας διαδρομής με αμφίβολο κι επικίνδυνο γυρισμό δεν αποκαλύπτονται ποτέ, ούτε έχουν σημασία. Όπως θα πει ο ίδιος ο Νικ, άλλωστε, σε μια από τις πολλές ομαδικές συνεδρίες και σε ένα από τα πολλά κέντρα αποτοξίνωσης αυτής της διαδρομής, τα ναρκωτικά και το αλκοόλ δεν ήταν ποτέ το πρόβλημα per se, αλλά ο λανθασμένος τρόπος που νόμιζε ότι θα αντιμετωπίσει το πραγματικό πρόβλημα, το κενό μέσα του.
Ο ρεαλισμός της προσέγγισης του Γκρόνιγκεν, ωστόσο, και το περίτεχνο μοντάζ των διαρκών μεταβάσεων στους αφηγηματικούς χρόνους δεν αρκούν τελικά για να προσδώσουν βάθος σε μια ιστορία που έχει ειπωθεί πολλές φορές και καλύτερα στο παρελθόν, αντιθέτως στερούν τη δυνατότητα συναισθηματικής ταύτισης του θεατή, ο οποίος χάνει σταδιακά το ενδιαφέρον του μέσα στη διαρκή επανάληψη του δραματουργικού μοτίβου εθισμός-σύγκρουση-απεξάρτηση-υποτροπή και πάλι από την αρχή.
Οι τρυφερές στιγμές του παρελθόντος πατέρα και γιου και οι συνθηματικοί κώδικες συμπεριφοράς που αναπτύσσουν μέσα στα χρόνια, όπως η λέξη Everything κάθε φορά που αποχαιρετιούνται, είναι το πιο δυνατό κομμάτι μιας ταινίας που κατά τα άλλα είτε αναλώνεται σε προφανείς και συναισθηματικά εκβιαστικές μουσικές επιλογές, είτε δεν καταφέρνει ποτέ να αποτινάξει το λευκό προνόμιο των ηρώων της.
Κι αν ο Γκρόνιγκεν δεν τολμά να εμβαθύνει και να κοιτάξει το τέρας κατάματα, οι δύο εξαιρετικοί πρωταγωνιστές του καταφέρνουν να μεταδώσουν την ανθρωπιά και το βάρος που κουβαλούν οι ήρωες που υποδύονται. Ο Τίμοθι Σαλαμέ αποδεικνύει περίτρανα ότι δεν είναι το one hit wonder του «Να Με Φωνάζεις Με Το Όνομά Σου» και με μια σωματικά απαιτητική ερμηνεία αποτυπώνει όλα τα στάδια της εξάρτησης, την άρνηση, τη στέρηση, τη συντριβή και την παλινόρθωση, κυρίως όμως αποπνέει την ομορφιά του τίτλου, ειδικά τις στιγμές που αυτή τσακίζεται.
Ο Στιβ Καρέλ είναι, ωστόσο, η ψυχή και η δύναμη της ταινίας. Για άλλη μια φορά αποκαλυπτικός ως προς τις ερμηνευτικές του δυνατότητες σε δραματικούς ρόλους, ο Αμερικανός κωμικός πλάθει έναν πατέρα γεμάτο αγάπη, που βιώνει με σθένος την ενοχή και τη λύπη, την οργή και την παραίτηση, την απελπισία και την ελπίδα. Μακάρι η ταινία να τολμούσε να θυσιάσει κάτι από την ομορφιά της για να ακολουθήσει αυτούς τους δύο εξαιρετικούς ηθοποιούς στα πιο σκοτεινά νερά που μόνο ακροθιγώς αναμοχλεύει.