Aνατολικό Βερολίνο 1980. Η Μπάρμπαρα, μία γιατρός σε κεντρικό νοσοκομείο της πόλης, καταθέτει τα χαρτιά της για να φύγει για τη Δύση και να παντρευτεί τον αγαπημένο της και το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα την τιμωρεί: τη στέλνει σ’ ένα απομακρυσμένο επαρχιακό νοσοκομείο στο βορά για πειθαρχία και επιτήρηση. Αρχικά αλαζονική και αδιάφορη, η Μπάρμπαρα αντιμετωπίζει την μετάθεσή της ως μία παρένθεση στη ζωή της πριν αυτομολήσει. Σταδιακά όμως, οι ανάγκες της χώρας της που καταρρέει, η δικής της προστατευτική φύση απέναντι στους ασθενείς της και η γοητεία ενός συνάδελφου γιατρού μπερδεύουν την κρίση της. Το δίλημμα μεταξύ της υπόσχεσης ευημερίας του καπιταλισμού και του όνειρου του σοσιαλισμού επιστρέφει κι εκείνη πρέπει να πάρει την απόφασή της...

Ο Κρίστιαν Πέτσολντ («Yella») συνεχίζει την κριτική του απέναντι στην σύγχρονη οικονομικοπολιτική ιστορία της χώρας του, μ' ένα ακόμα βραδυφλεγές θρίλερ όπου η ατμόσφαιρα του χρησιμοποιείται ως αφηγηματικό εργαλείο. Αν το σύμπαν της «Yella», της καυστικής κριτικής του για την αποτυχία του καπιταλισμού, ήταν παγερό και κλινικό, η καλλιτεχνική διεύθυνση και η φωτογραφία στην «Barbara» έχουν χαρακτήρα και έντονη φυσική παρουσία.

Κι αυτό γιατί ο, βραβευμένος με την Αργυρή Αρκτο Σκηνοθεσίας στο Βερολίνο, Πέτσολντ επιχειρεί να μας αλλάξει, όχι γνώμη, αλλά εικόνα για την Ανατολική Γερμανία. Οσα διαδραματίζονται στη ζωή της Μπάρμπαρα είναι κλειστοφοβικά, ανελεύθερα, σίγουρα επικίνδυνα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το περιβάλλον, η ζωή, η καθημερινότητα είναι γκρι, συννεφιασμένη, στην ναφθαλίνη. Υπήρχαν εποχές και στο κομμάτι της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Το φθινόπωρο κι εκεί έκαιγε με σκουριασμένο κόκκινο τα φυλλώματα, ο άνεμος φυσούσε ζωντανεύοντας τις αισθήσεις και κοκκινίζοντας τα μάγουλα, οι ωραίες γυναίκες φορούσαν έντονα μπλε χρώματα και σέξι παπούτσια με μπαρέτα και οι άντρες τις κοιτούσαν με τα ίδια ερωτευμένα βλέμματα.

Ο Πέτσολντ βασίζει τον άξονα του σχολιασμού του σ' αυτές τις αντιθέσεις. Από την μία η παγερή επιβολή των Στάζι από την οποία θέλεις να δραπετεύσεις, να ζήσεις. Η Δύση που υπόσχεται ευημερία, ελευθερία, ευτυχία. Από την άλλη μία χώρα, η χώρα σου, που δεν αργοπεθαίνει στην πραγματικότητα, απλά εσύ τη βλέπεις έτσι γιατί το Κράτος της σου έχει στερήσει το όνειρο.

Πώς μπορεί να νιώθει ένας άνθρωπος λίγο πριν την ανεπίστρεπτη ξενιτιά; Τι υπάρχει μπροστά, τι αφήνει πίσω; Αυτό επιχειρεί να κοινωνήσει ο Πέτσολντ με μια ταινία που ξεκινάει με αργούς ρυθμούς και συνεχίζει με ακόμα ληθαργικότερους (και αυτό ίσως να είναι το τρωτό της σημείο). Η Νίνα Χος, πέμπτη φορά πρωταγωνίστρια σε ταινία του, ερμηνεύει αυτή τη γυναίκα στην πιο κρίσιμη απόφαση της ζωής της με πειθαρχημένη εγκράτεια και εγρήγορση στο βλέμμα. Σαν να φορά μία προστατευτική μάσκα για να μην μαρτυρήσει τη λαχτάρα, την προσμονή, την αγωνία, τον πόθο. Σαν να κρατά την αναπνοή της σε όλη την ταινία. Και τελικά σαν να προσωποποιεί η ίδια την κατάσταση της χώρας της - κούκλα, γεμάτη υποσχέσεις, αλλά παγερή, απόμακρη, ευνουχισμένη.

Μία ιστορία αγάπης σε χαλεπούς καιρούς; Μία υπαρξιακή αναζήτηση ταυτότητας; Μία αλληγορική πολιτική ταινία για μια χώρα που έριξε το Τείχος της δύο δεκαετίες πριν και τώρα της επιτρέπεται να κοιτάξει λίγο κλεφτά και νοσταλγικά πίσω της; Ολα μαζί φιλτράρονται από το βλέμμα του θεατή και τις αποσκευές του. Κι αν αυτός τύχει να προέρχεται από μία χώρα όπου ο ήλιος δεν σταματά να λάμπει, να ζεσταίνει τις θάλασσες, να φωτίζει το γαλάζιο των ουρανών όσο όλα τα υπόλοιπα γκρεμίζονται κι ο ίδιος περπατά σκυφτός και προβληματισμένος, ο Πέτσολντ μοιάζει να του μιλά σχεδόν προσωπικά.