O Λεωνίδας, ένας 33χρονος πάνκης με παραπληγία, και η παρέα του θέλουν να ανέβουν στην ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου. Τελικά για ποιον θα είναι πιο δύσκολο;

Το μόνο που γνωρίζεις για τον ήρωα της ταινίας του Στρατή Χατζηελενούδα όταν τον συναντάς στο ξεκίνημα της, είναι οι λιγοστές πληροφορίες που σου επιτρέπουν να ξέρεις οι δυο τρεις εισαγωγικές γραμμές στην οθόνη, πριν οι εικόνες αρχίσουν να τρέχουν.

Ο Λεωνίδας είχε ανέβει ξανά στην κορυφή του Ολύμπου στο παρελθόν, την τελευταία φορά που το έκανε, επιστρέφοντας από εκεί, είχε ένα ατύχημα που τον καθήλωσε σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο. Τώρα έχει αποφασίσει να δοκιμάσει να ανέβει ξανά, για μια τρίτη φορά κάτω από ριζικά διαφορετικές συνθήκες.

Για να τα καταφέρει θα χρειαστεί όλη του την αποφασιστικότητα, την ενεργή συμπαράσταση των φίλων του και αναμφίβολα μια γερή δόση «τρέλας», την οποία ευτυχώς, δείχνει να διαθέτει σε πλούσιο απόθεμα. Γιατί ο Λεωνίδας, δεν είναι ο τυπικός ήρωας ενός τυπικού ντοκιμαντέρ, ξεκινώντας από την πανκ μουσική που αγαπά, από το αλλόκοτο κούρεμά του, από τα τατουάζ που καλύπτουν το σώμα του και καταλήγοντας φυσικά στον τρόπο που βλέπει την ίδια τη ζωή.

Οχι πολιτικά ορθός, καθόλου εφησυχασμένος, αθυρόστομος, πλακατζής, ξεροκέφαλος, αποφασισμένος, έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου που αντιλαμβάνεσαι πως μπορεί να εμπνεύσει και να εμψυχώσει μια ομάδα ανθρώπων σε ένα τόσο παράτολμο εγχείρημα.

Το φιλμ του Χατζηελενούδα τον ακολουθεί στην διαδρομή του, από την προετοιμασία μέχρι τις ψηλότερες κορυφές του Ολύμπου δίχως να τον κρίνει, ή να δοκιμάζει να τον ψυχολογήσει, δίχως καν να προσπαθεί να αποκαλύψει πράγματα στον χαρακτήρα ή το παρελθόν του πέρα από το σημείο που ο ίδιος ο Λεωνίδας επιτρέπει. Κι αυτό αποτελεί την ίδια στιγμή προτέρημα της ταινίας αφού δεν τον «σκηνοθετεί» σχεδόν ποτέ , αλλά μαζί κι ένα από τα βασικά μειονεκτήματά της αφού μοιάζει να μην εμβαθύνει όσο ίσως θα μπορούσε σε μια σύνθετη και πολυεπίπεδη ιστορία.

Στην διαδρομή που οι θεατές θα κάνουν μαζί του όμως, θα έχουν την ευκαιρία να δουν κάτι από τον αληθινό άνθρωπο, δίχως η κάμερα να καλύπτει ή να ωραιοποιεί τίποτα και δίχως ο ίδιος να υποδύεται κάποιο ρόλο. Κι ακόμη κι αν ο μέσος θεατής διαβάζοντας την υπόθεση της ταινίας ίσως προετοιμαστεί για μια «συγκινητική ιστορία που θα εμπνεύσει», το αποτέλεσμα ίσως εκπλήξει κάποιους αφού όπως ακριβώς κάθε άνθρωπος, ο ήρωας αυτού του φιλμ προφανώς δεν είναι τέλειος.

Κι ασχέτως από την άποψη που ο καθένας σχηματίσει για τον ίδιο τον Λεωνίδα κανείς δεν θα μπορέσει να αρνηθεί πως τόσο η δική του επιμονή όσο και (σχεδόν ισόποσα) η αφοσίωση και η θέληση των ανθρώπων γύρω του (οι οποίοι όμως παραμένουν πάντα σε δεύτερο πλάνο) να φέρουν εις πράξη το όνειρό του να ανέβει ξανά στην κορυφή, συνθέτουν μια ιστορία και μια ταινία που παρά τις ατέλειες της, δεν μπορεί παρά να είναι γοητευτική.