Eνας χαρισματικός, νεαρός οδηγός ληστειών αφήνεται στους ρυθμούς του δικού του soundtrack και γίνεται ο καλύτερος στην πιάτσα. Oταν συναντά το κορίτσι των ονείρων του, ο Baby βλέπει την ευκαιρία να αποσυρθεί και αποτινάξει από πάνω του την εγκληματική ζωή, κλείνοντας μια για πάντα παλιούς λογαριασμούς. Αλλά μετά από μια συμφωνία για να δουλέψει δίπλα σε ένα σκληρό αφεντικό, θα τα ριψοκινδυνέψει όλα, αφού μια αποτυχημένη απόπειρα ληστείας θα απειλήσει την ζωή, την αγάπη και την ελευθερία του.

Αν το «La La Land» έφερε το μιούζικαλ ξανά στο προσκήνιο κι έδειξε πως ένα κλασικό κινηματογραφικό είδος μπορεί να βρει την θέση του σε μια διαφορετική εποχή, το «Baby Driver» του Εντγκαρ Ράιτ πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα κι εφευρίσκει ένα καινούριο genre που θα μπορούσες να περιγράψεις με τις απόλυτα αταίριαστες μεταξύ τους λέξεις, car chase musical, οι οποίες τοποθετημένες εδώ μαζί, μοιάζουν να γεννούν κάτι απόλυτα απολαυστικό.

Καθόλου απρόσμενα αφού ο Ράιτ ήξερε πάντα να αντλεί όλο το δυνατό fun από διαφορετικά κινηματογραφικά είδη, όμως αν στο «Fistful of Fingers» ή στην Cornetto τριλογία του («Shaun of the Dead», «Hot Fuzz», «The World's End», το βάρος έπεφτε στο spoof, εδώ η ελαφρότητα είναι φυσικά παρούσα, αλλά δεν είναι το ζητούμενο.

Από την οικογενειακή προϊστορία του Μπέιμπι που του άφησε τραύματα, ένα «φάντασμα» σε μια κασέτα κι ένα βούισμα στο αυτί που σβήνει μόνο με την συνεχή μουσική στα αυτιά, μέχρι τον θετό του πατέρα και το κορίτσι που θα αγαπήσει και το οποίο ονειρεύεται, κάτι που μπορεί να της προσφέρει, το «Baby Driver» έχει όλα τα υλικά ενός καλοστημένου δράματος, ή ενός σκοτεινού ρομαντικού μιούζικαλ.

Ομως την ίδια στιγμή, το φιλμ μαρσάρει στον ρυθμό ενός φιλμ κυνηγητού, με την μουσική να δίνει τον ρυθμό, λες και κάθε ληστεία από όσες εκτελούν οι ήρωές του, κάθε απόπειρα διαφυγής είναι ένα χορευτικό μιούζικαλ ντυμένο από ένα τραγούδι. Και δεν είναι μόνο οι σκηνές των κυνηγητών που μοιάζουν απόλυτα «χορογραφημένες», η μουσική σχολιάζει κι επεκτείνει την δράση, ενημερώνει τον θεατή ότι ο Μπέιμπι δεν έχει «nowhere to run, nowhere to hide» ή ότι η Ντέμπορα «looks like a zebra» φορώντας την ασπρόμαυρή στολή της σερβιτόρας.

Εκτός από την μουσική και τα αυτοκίνητα, είναι και οι χαρακτήρες που λιπαίνουν τα γρανάζια της μηχανής της ταινίας και οι ηθοποιοί που τους υποδύονται που τους μεταμορφώνουν σε κάτι παραπάνω από τα pulp στερεότυπα στα οποία βασίζονται. Με πρώτο και καλύτερο τον Ανσελ Ελγκορτ που δίνει στον Μπέιμπι του τον αέρα ενός ήρωα που στέκεται με το ένα πόδι στο «Risky Business» και το άλλο σε ένα εφηβικό ανάγνωσμα υπαρξιακού άγχους.

Και φυσικά τα εύσημα ανήκουν απόλυτα στον Εντγκαρ Ράιτ που σκηνοθετεί με απόλυτη σιγουριά και βεβαιότητα, ξέροντας απόλυτα τι θέλει να κάνει, έχοντας στο μυαλό του ταινίες που αγαπά από το «The Driver» του Γουόλτερ Χιλ έως την δική του «αγία τριάδα» των heist movies των 90’ς (το «Heat», το «Point Break» και το «Reservoir Dogs»), αλλά ακόμη και το «Μπαμπούλας Α.Ε.», μα φτιάχνοντας στην πορεία ένα κινηματογραφικό mash up που έχει απόλυτο λόγο ύπαρξης και που αξίζει με το παραπάνω τον χρόνο και το χρήμα που θα ξοδέψετε για να οδηγήσετε μέχρι έναν κινηματογράφο που το προβάλλει.