Νοέμβριος 1918. Λίγες μέρες πριν από την Εκεχειρία, ο Εντουάρ Περικού σώζει τη ζωή του Αλμπέρ Μαγιάρ. Οι δύο άνδρες δεν έχουν τίποτα κοινό, εκτός από τον πόλεμο. Ο υπολοχαγός Πραντέλ, διατάζοντας μια άσκοπη επίθεση, καταστρέφει τις ζωές τους. Στα ερείπια του μακελειού του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποφασισμένοι να ζήσουν, οι δυο τους προσπαθούν να επιβιώσουν όπως μπορούν. Eτσι, και καθώς ο Πραντέλ σχεδιάζει να κάνει μια περιουσία πάνω στα πτώματα των θυμάτων του πολέμου, ο Αλμπέρ και ο Εντουάρ ετοιμάζουν μια μνημειώδη απάτη με τις οικογένειες των πενθούντων...

Βασισμένο σε ένα βραβευμένο με Goncourt, ογκώδες, μεγαλόπνοο βιβλίο, το φιλμ του Αλμπέρ Ντιποντέλ δεν υπολείπεται σε φιλοδοξία, καθώς διατρέχει ηπείρους, χαρακτήρες και χρόνια στην συναρπαστική ιστορία του, την οποία μεταφέρει με θεαματικό τρόπο στην οθόνη.

Ξεκινώντας με μια από τις πιο εντυπωσιακές, σκληρές, αληθινές και βίαιες σεκάνς μάχης στα χαρακώματα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, το « Ραντεβού Εκεί Ψηλά» θέτει από την αρχή τον πήχη εκεί ψηλά. Και κυρίως δίνει μια γεύση από τον τόνο του φιλμ που βρίσκει χώρο για την έκπληξη και το απρόβλεπτο και για ένα άλλες φορές μαύρο, άλλες φορές σουρεαλιστικό χιούμορ.

Κι αν η ιστορία του είναι στην καρδιά της μια εξερεύνηση των φαντασμάτων του μεγάλου πολέμου, αλλά και του σκοταδιού της ανθρώπινης φύσης, δεν παραδίδεται σχεδόν ποτέ σε αυτό, χτίζοντας μια ταινία που αφήνει την ελπίδα να εισχωρήσει και κατορθώνει να χωρέσει στοιχεία που θα έμοιαζαν αταίριαστα μεταξύ τους σε μια αφήγηση που μπορεί άνετα να ταλαντεύεται από το τραγικό μέχρι το μπουρλέσκ.

Το φιλμ έχει την αίσθηση ενός ρομαντικού κινηματογραφικού έπους από εκείνα στα οποία τα συναισθήματα είναι έντονα και το δράμα επίσης κι ο Ντιποντέλ κατορθώνει να στήσει τις εικόνες που θα στηρίξουν ένα τέτοιο φιλόδοξο εγχείρημα.

Ομως παρά τον σταθερά γοητευτικό χαρακτήρα του, τις ενδιαφέρουσες αποχρώσεις στην απεικόνιση της ψυχολογίας των χαρακτήρων και της κοινωνικής δομής της εποχής, παρά τις θεαματικές εικόνες και τις φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών, το φιλμ ειδικά στο δεύτερο μέρος του μοιάζει υπερβολικά φορτωμένο και πυκνό δίχως τον απαραίτητο χώρο για την σωστή ανάπτυξη της πλοκής και των χαρακτήρων.

Ενας μελοδραματικός τόνος παίρνει το πάνω χέρι και οι (κατά στιγμές απίστευτες) συμπτώσεις έρχονται ως από μηχανής Θεός να δώσουν τη λύση, σε ένα φιλμ που ακόμη κι αν παραμένει πάντα φιλικό προς το θεατή, θα μπορούσε με μια δόση αυτοσυγκράτησης να μεταμορφωθεί σε μια πολύ πιο αποτελεσματική και πετυχημένη από κάθε πλευρά ταινία.