Νέα Υόρκη. Για την ταινία είναι η πόλη-αφετηρία, αλλά για το σύμπαν του Φίλιπ, του 35χρονου ήρωα, μάλλον ο βαλτωμένος τερματισμός. Ο γερμανικής καταγωγής συγγραφέας είχε έρθει στη 70s Αμερική για να ζήσει την περιπέτεια. Την τυχοδιωκτική περιπλάνηση που οδηγεί στην έμπνευση, στην τέχνη, στο «όνειρο». Δεν βρήκε τίποτα. Η ανατολική ακτή τον ξέβρασε στην πολύβουη φανταχτερή μητρόπολη, στην πόλη όπου όλα μπορούν να συμβούν.

Τίποτα δεν συνέβη. Ξόδεμα ενέργειας, μούδιασμα συναισθημάτων, συγγραφικό μπλοκάρισμα. Η επιστροφή στην Ευρώπη αποτελεί πλέον μονόδρομο. Από την πρώτη σεκάνς, ο Βέντερς είναι ξεκάθαρος: η μοναξιά και η απόδραση, το όνειρο της Αμερικής και η αποξένωση, ο «δρόμος» και η παραβίαση των συνόρων, η τέχνη και η ζωή που χάνεται όταν αποτυπώνεται στην τέχνη - όλες οι θεματικές που θα απασχολήσουν το σινεμά του για δεκαετίες δηλώνουν παρούσες. Και αν όλες οι ταινίες δρόμου (ένα γοητευτικό, ρομαντικό είδος που ο Βέντερς έχει επάξια υπηρετήσει) ξαφνιάζουν όταν αποκαλύπτουν ότι οι αποπροσανατολισμένοι τους ήρωες δραπετεύουν, όχι γιατί ψάχνουν στην ουσία προορισμούς, αλλά το προσωπικό κέντρο βάρους τους, εδώ ο Γερμανός σκηνοθέτης έχει φέρει μια ακόμα ανατροπή.

Δεν πηγαίνουμε. Επιστρέφουμε. Το road trip έγινε, απογοήτευσε, τελείωσε. Ο ήρωας επιλέγει να μας βάλει στον κόσμο του τη στιγμή που μαζεύει τα κομμάτια και τις βαλίτσες του και παίρνει τον δρόμο του γυρισμού. Μόνο που εκεί μπορεί να κρύβεται η έκπληξη. Οταν λίγο πριν την απογείωση μία μητέρα αφήνει την εννιάχρονη κόρη της Αλις στην «προσωρινή» κηδεμονία του και εξαφανίζεται, ο Φίλιπ ξεκινά ένα διαφορετικό ταξίδι αναζήτησης: με την αθωότητα του μικρού κοριτσιού για συνοδηγό, και μία φωτογραφική μηχανή να αποτυπώνει τα συναισθήματα, καθώς οι λέξεις είναι ακόμα σκαλωμένες, το ασπρόμαυρο σελιλόιντ γεμίζει φως, ήλιο, ζωή. Οι πόλεις που το παράξενο δίδυμο διασχίζει, ψάχνοντας τη γιαγιά της Αλις, δεν είναι παρά σταθμοί στην ωρίμανση και των δύο, στάσεις στις οποίες θα ανατρέχει η μνήμη όταν θα προσπαθεί να χαρτογραφήσει τα σημαντικά που ζωντάνεψαν την καρδιά.

Κι αυτά δεν έχουν να κάνουν με γεωγραφία. Είναι ευτύχημα ότι η ταινία έγινε το 1974 - προτού η κοινωνική αντίληψη αλλοιωθεί και δει την σχέση ενός άντρα μ ένα μικρό κοριτσάκι μ έναν καχύποπτο φόβο. Δεν υπάρχει τίποτα το πονηρό στο πώς ένα μικρό παιδί μπορεί να δώσει ζωή σ' έναν χαμένο ενήλικα. Πώς μπορεί να ξεκλειδώσει πόρτες, να αφοπλίσει άμυνες, να τον ξανασυστήσει στον εαυτό του. Να τον βάλει σ' ένα τρένο που ούτε κυνηγάει ούτε εγκαταλείπει τα όνειρά του. Απλά τον οδηγεί στην επόμενη πόλη.