Ο στόχος του Χοσέ Λουίς Ρουχέλες είναι σαφής και διαπερνά το κοινό. Η επιθυμία του είναι η ευαισθητοποίηση των θεατών απέναντι στη διαρκή βία, στα παιδιά-στρατιώτες, στους ούτε καν καταγεγραμμένους θανάτους στον ανταρτοπόλεμο μέσα στη ζούγκλα της Κολομβίας, όπου πάνω από 11.000 ανήλικα αγόρια και κορίτσια στρατολογούνται σε μια αυτοσχέδια αλλά φονική ένοπλη οργάνωση. Για να το πραγματοποιήσει αυτό, γύρισε την ταινία του στους πραγματικούς τόπους της δράσης και, αξιοθαύμαστα, επέλεξε το καστ του και μέλη του συνεργείου του από τις περιοχές ακριβώς απ' όπου σταχυολογούνται τα περισσότερα παιδιά-στρατιώτες, στήνοντας εργαστήρια κινηματογράφου και προσφέροντας διέξοδο σε όσους, διαφορετικά, θα βρίσκονταν ήδη στο στρατό. Το θάρρος και ο ανθρωπισμός μιας τέτοιας ιδέα, δεν κάνει απαραιτήτως και μια δυνατή ταινία.

Η ηρωίδα του Ρουχέλες είναι η 13χρονη Μαρία, που παρότι μόλις έχει μπει στην εφηβεία, διαχειρίζεται με έλεγχο και άνεση και το κορμί της και το πολυβόλο που κρατά διαρκώς ζωσμένο πάνω της. Η δομή της μονάδας των ανταρτών απαγορεύει στις κοπέλες να εγκυμονούν, μια και κάτι τέτοιο παρεμβαίνει στην ελευθερία κινήσεων και στη δέσμευσή τους στην ομάδα - εκτός από τον απολυταρχικό διοικητή, του οποίου η φιλενάδα γεννά το παιδί στην αρχή της ταινίας. Αυτό το μωρό, η Μαρία και δυο σύντροφοι αναλαμβάνουν να μεταφέρουν στην ασφάλεια της μακρινής πόλης, διασχίζοντας τη ζούγκλα που εκτός από πυκνή βλάστηση κρύβει από άγρια ζώα ως ακόμα αγριότερους αντιπάλους. Ωστόσο κι η ίδια η Μαρία είναι έγκυος και το όπλο μπροστά στην κοιλιά της και το ξένο μωρό στην αγκαλιά της δεν μπορούν να κρύψουν την αγωνία της.

Ο Ρουχέλες επιλέγει ένα λιτό, φυσιοδιφικό ύφος για ν' αφηγηθεί την ιστορία του. Τα πλάνα του είναι μεγάλα, σιωπηλά ως επί το πλείστον, πλάνα παρατήρησης του δάσους με την άγρια ομορφιά και τις παγίδες του, ή ωμά, κοντινά στα πρόσωπα, τα κορμιά, το δέρμα των ηρώων. Μόνο που ο Ρουχέλες δεν είναι ο Τέρενς Μάλικ και η επιλογή του αρχίζει γρήγορα να επαναλαμβάνεται με ρυθμό που σταδιακά εξαντλεί το ενδιαφέρον. Από την άλλη πλευρά, η επιλογή της πρωταγωνίστριας από τα παιδιά της περιοχής, σε μια ταινία που τόσο πολύ κρέμεται από το κεντρικό της πρόσωπο, δεν είναι επιτυχημένη παρά ιδεολογικά. Η Κάρεν Τόρες παραμένει από την αρχή ως το τέλος ανέκφραστη, εσωστρεφής αλλά όχι δημιουργικά, καμουφλαρισμένη με τη στρατιωτική στολή της μέσα στη ζούγκλα, αποστασιοποιημένη, ώστε να μη γνωρίζεις αν η Μαρία της ταινίας δεν νιώθει κάτι (παγωμένη από τη βία στην οποία μεγάλωσε), ή δεν παίζει, ή απλώς δεν φαίνεται. Αντίθετα, ξεκάθαρα φαίνεται η επιθυμία του Ρουχέλες να παραλληλίσει την περιπλάνηση της Μαρία με την αδιέξοδη διαδρομή της χώρας του, στο προφανές φινάλε της ταινίας.