Μετά το «Aferim!» ζητάμε φουστανέλα γουέστερν άμεσα! Οι βαλκανικές χώρες – ναι, και της Ελλάδα συμπεριλαμβανομένης – έχουν τις κοινές καταβολές τους, «φορεμένες» σαν καλπάκι από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τις ταξικές, θρησκευτικές, φυλετικές κόντρες, το ίδιο προφίλ που καθρεφτίζεται, ακέραιο, στη σημερινή τους ιστορία.

Αυτό θέλει να επισημάνει ο Ράντου Ζούντε με το «Aferim!» (το «εύγε!» στα τουρκικά, συχνά με την ίδια ειρωνική απόχρωση) και το κάνει με τον πιο τολμηρό και διασκεδαστικό, κινηματογραφικά, τρόπο, παρουσιάζοντας παράλληλα ένα είδος διαμετρικά αντίθετο με ό,τι έχουμε μάθει να ταξινομούμε ως «νέο ρουμάνικο σινεμά».

Το «Aferim!» εκτυλίσσεται στη Βλαχία το 1835. Ενας τοπικός αστυνομικός/σερίφης, μαζί με το γιο του, γυρίζει τα χωριά ψάχνοντας για έναν τσιγγάνο που καταζητείται για κλοπή. Μέσα από την περιπέτεια των τριών αντρών, η σύνθετη, αταίριαστη, γεμάτη διχόνοια, καχυποψία και προκαταλήψεις κοινωνία της εποχής, ολόιδια με την τότε ελληνική, καταγράφεται με καλοπροαίρετο χιούμορ. Γιατί η ταινία, ακολουθώντας τη δομή και τον τύπο ηρώων ενός κλασικού γουέστερν, εκτυλίσσεται ως λαϊκή κωμωδία (με αρκετές σκηνές σκληρής βίας που ελαφραίνουν λόγω ύφους), κλείνοντας το μάτι στις πολιτικές και κοινωνικές νόρμες που υπήρχαν τότε, όπως ακριβώς υπάρχουν και τώρα, σχηματίζοντας το πολύπλοκο εθνικό παζλ που ονομάζουμε Βαλκάνια και όπου ζούμε.

Πέρα από την πρωτότυπη ιδέα του, ο Ζούντε επιλέγει το ρίσκο και στην αισθητική του: η ταινία είναι ασπρόμαυρη, γυρισμένη σε φιλμ 35mm, μιμούμενη τη ρετρό εικόνα και συμπληρώνοντας έτσι την «αληθοφάνεια» του ενδυματολογικού και σκηνογραφικού προφίλ, γεμάτο αλόγατα και κεντητά τσιπούνια. Πέρα από την κωμικότητα των διαλόγων που παίρνουν αμπάριζα όλους τους γύρω λαούς και το σκωπτικό σχολιασμό της ταινίας για όποιον θέλει να τον αναγνωρίσει, περιμένεις από στιγμή σε στιγμή να εμφανιστεί ο Ανέστης Βλάχος ή ο Παπαφλέσσας του Παπαμιχαήλ και ν’ αναλάβει δράση.

Βέβαια, μετά την πρώτη ώρα της σχεδόν δίωρης ταινίας, όταν έχεις γελάσει με το παράδοξο ύφος, τις αναφορές και το χιούμορ του σεναρίου, όταν το μάτι έχει συνηθίσει την εικόνα, η ίδια η ιστορία, η πλοκή της και οι ήρωες, εξαντλούνται χωρίς να μπορούν να κρατήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον: ένα καλό story line χρειάζεται, ό,τι και να φορούν οι ήρωες. Αλλά το «Aferim!» δεν παύει να είναι ένα πείραμα-έκπληξη, επίκαιρο με τον δικό του τρόπο, διασκεδαστικό και ενδεχομένως, για το ελληνικό τουλάχιστον κοινό, εμπορικό.