Σε έναν κόσµο όπου υπάρχει πάντα σκοτάδι, ακόµα και μέσα στην ηµέρα, η ρεπόρτερ κτηµατοµεσιτικών θεµάτων Τζούλια Τάλµπεν θα δει τις ισορροπίες της ζωής της να ανατρέπονται, όταν δολοφονείται βάναυσα η οικογένειά της. Παρόλο που η υπόθεση κλείνει, η Τζούλια συνειδητοποιεί ότι πίσω κρύβονται πολλά περισσότερα απ’ όσα αποκαλύφθηκαν, και επιστρέφει στον τόπο του εγκλήµατος. Θα ανακαλύψει ότι το δωµάτιο στο οποίο έγινε το έγκληµα έχει εξαφανιστεί από το σπίτι της αδερφής της. Ετσι, ξεκινά µια αδυσώπητη έρευνα που θα οδηγήσει την ίδια και τον πρώην φίλο της, ντετέκτιβ Γκρέιντι, στο Νιου Ινγκλις, όπου θα συναντήσουν τον αινιγµατικό Τζεµπεντάια Κρόν και το Abattoir – ένα τερατώδες σπίτι κατασκευασµένο από συρραµµένα δωµάτια θανάτου και κατάρας. Η Τζούλια συνειδητοποιεί ότι η ψυχή της αδερφής της είναι παγιδευµένη στο εσωτερικό του, αλλά το Abattoir δεν είναι ένα απλό σπίτι – είναι η πύλη για κάτι τόσο σατανικό που ξεπερνά την ανθρώπινη φαντασία.

Μια αλληλουχία φαινομενικά ασύνδετων υποθέσεων όπου αθώοι καταλαμβάνονται από δολοφονική μανία. Ολόκληρα δωμάτια-σκηνές αποτρόπαιων εγκλημάτων που ξεριζώνονται κυριολεκτικά με ανεξήγητο τρόπο από τα κτίρια όπου βρίσκονται. Μια μικρή πόλη σε παρακμή, στοιχειωμένη από αποκρουστικά μυστικά. Ενα φρικαλέο, τερατώδες κτίσμα που μοιάζει να τρέφεται και να γιγαντώνεται από τον πόνο και τη φρίκη. Και μια δυναμική νεαρή γυναίκα συντετριμμένη από το χαμό των δικών της και αποφασισμένη να ανακαλύψει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από όλα αυτά...

Οποιοσδήποτε θιασώτης του κινηματογραφικού τρόμου θα ένιωθε λογικά τους σιελογόνους αδένες του σε υπερδιέγερση με την περιγραφή της υπόθεσης του «Σφαγείου». Και τι θα μπορούσε να πάει στραβά, με τις υπέρ του δέοντος ζοφερές περγαμηνές του ανθρώπου που βρίσκεται στο τιμόνι, καθώς ο δημιουργός του, Ντάρεν Λιν Μπούσμαν, είναι σκηνοθέτης και σεναριογράφος του «Saw II» και σκηνοθέτης των «Saw III» και «Saw IV».

Εδώ ο Μπούσμαν αφήνει κατά μέρος το σαδιστικό torture porn του αιματοβαμμένου franchise με το οποίο έκανε επιτυχία, για να διασκευάσει μια δική του, πιο ιδιοσυγκρασιακή σειρά κόμικ, εξίσου μακάβριων προδιαγραφών, με αβυσσαλέα όμως αποτελέσματα.

Περισσότερο σκοτεινό θρίλερ φαντασίας και μεταφυσικού, με γκροτέσκα στοιχεία μυστηρίου και διανθισμένο με ολίγο σπλάτερ, παρά καθαρόαιμο φιλμ τρόμου, το «Σφαγείο» είναι τρομακτικό για όλους τους λάθος λόγους και κυρίως για την ανικανότητα με την οποία εκτελούνται μερικές δυνητικά ενδιαφέρουσες ιδέες.

Στο μυαλό έρχονται κάποιες από τις λιγότερο επιτυχημένες σκηνοθετικές απόπειρες του Κλάιβ Μπάρκερ να αναπαράγει κινηματογραφικά τη νοσηρή φαντασία του ίδιου του συγγραφικού του έργου, στην περίπτωσή του, όμως, ακόμα και στις πιο αδύναμες στιγμές του, ο ακραίος παραλογισμός έμοιαζε να αποκτά τη δική του ιδιόμορφη λογική και οργανική θέση. Στην περίπτωση του άκρως αποτυχημένου «Σφαγείου», πάλι, η απουσία λογικής δεν είναι συνέπεια μιας οργιαστικής κι αδάμαστης φαντασίας αλλά απλή ασυναρτησία.

Ξεχειλώνοντας σε βαθμό που μοιάζει σχεδόν με παρωδία τα κλισέ της απομονωμένης, δυσοίωνης επαρχιακής πόλης με τα ανείπωτα μυστικά και τους εκκεντρικούς κατοίκους και υιοθετώντας ένα ανυπόφορο στυλιζάρισμα που μάταια στοχεύει στο πάντρεμα μιας άστοχα άχρονης νουάρ αισθητικής και των κόμικ καταβολών του, αλλά παραπέμπει εν τέλει περισσότερο σε ξεπερασμένο video game, το «Σφαγείο» επιστρατεύει ένα άγαρμπο συνονθύλευμα κακοχωνεμένων επιρροών και αδούλευτων ιδεών που σίγουρα δεν βελτιώνουν οι αθέλητα κωμικές ερμηνείες και τα απλοϊκά ειδικά εφέ.

Αυτό το «American Horror Story» του φτωχού φτάνει στο απόγειο του θράσους του με ένα παντελώς αλλοπρόσαλλο φινάλε, έχοντας δοκιμάσει την υπομονή μας για μιάμιση ώρα που φαντάζει σχεδόν διπλάσια. Μέχρι τότε όμως, ούτως ή άλλως, το ενδιαφέρον έχει εξανεμιστεί και μια βόλτα στο χασάπικο της γειτονιάς σας μπορεί να αποδειχτεί απείρως πιο συναρπαστική.