Eνας γερμανός κατάσκοπος αναζητεί έναν Τσετσένο λαθρομετανάστη, που θα τον βοηθήσει να αποκαλύψει ένα μεγάλο δίκτυο τρομοκρατών, στο Αμβούργο μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στη Νέα Υόρκη.

Πριν βυθιστείς ολοκληρωτικά στο λαβυρινθώδες, σκοτεινό και μελαγχολικό σύμπαν του Τζον Λε Καρέ, έτσι όπως το σκηνοθετεί ο Αντον Κόρμπιν, στην πιο ώριμη στιγμή του μετά το «Control» και τον «Αμερικάνο», πρέπει να ξεπεράσεις μερικά εμπόδια...

Αρχικά είναι η συνθήκη – που ίσως είναι καιρός να σταματήσει στο σύγχρονο σινεμά - ενός διεθνούς καστ που μιλάει εξολοκλήρου αγγλικά με ελαφρή προφορά. Με Γερμανούς ηθοποιούς στο ρόλο των Γερμανών, Ρώσο ηθοποιό στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ρώσου, αλλά και ποιητική αδεία στον κύριο πρωταγωνιστικό ρόλο του... Γερμανού Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν, του Γερμανού... Γουίλεμ Νταφόε, της Γερμανίδας... Ρέιτσελ ΜακΑνταμς και της μοναδικής Αμερικανίδας Ρόμπιν Ράιτ – που στις σκηνές της με τον Χόφμαν είσαι σίγουρος πως βλέπεις δύο Αμερικάνους, ξεχνώντας παροδικά την πραγματική καταγωγή του κεντρικού ήρωα.

Και στη συνέχεια είναι η μονοδιάστατη γραφικότητα της σκιαγράφησης του Μουσουλμάνου Ισα, που εγκλωβίζει τον χαρακτήρα μέσα σε ένα ντελίριο από κλισέ, περιορίζοντάς τον στο περίπου μιας καρικατούρας από αυτήν που αρέσκονται να βλέπουν Βρετανοί και Αμερικάνοι για να τους ενισχύεται η απόφαση να πατάξουν με οποιονδήποτε τρόπο το Ισλάμ. Ακόμη και η προφανής (στα όρια της απλοϊκότητας) προσπάθεια του Κόρμπιν – και του Λε Καρέ – να καταστήσουν τον ήρωα συμπαθή με κάθε τρόπο ως εξαίρεση στους καταρχήν «ύποπτους» Μουσουλμάνους καταλήγει να υποβιβάζει τον ήρωά του αλλά και να γεννά συνεχώς το ερώτημα στον θεατή ως πότε θα βλέπει ταινίες για τους καλούς Δυτικούς και τους κακούς εξ Ανατολής.

Με ένα πραγματικά ικανό καστ (και μοναδικές αντιρρήσεις στην ίσως λάθος επιλογή της Ρέιτσελ ΜακΑνταμς και στο γεγονός πως ο υπέροχος Ντάνιελ Μπρουλ μένει ανεκμετάλλευτος), το πρώτο εμπόδιο μοιάζει να ξεπερνιέται γρήγορα. Το δεύτερο παραμένει σχεδόν μέχρι το τέλος – ακόμη και όταν πια γίνεται αντιληπτό πως η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε αυτήν την ταινία και μια φτηνή δυτική προπαγάνδα είναι πως αυτό που τελικά την ενδιαφέρει είναι οι γκρίζες ζώνες που φέρνουν το «καλό» και το «κακό» να αλλάζουν συνεχώς πρόσωπα.

Ο Κόρμπιν ξεκινάει ήδη από τους τίτλους – και μια υπέροχη εικόνα της ταραγμένης θάλασσας που σκάει πάνω στο λιμάνι του Αμβούργου – ένα τελετουργικό πάνω στη τύχη ανθρώπων που σύντομα θα γίνουν πιόνια ενός μεγαλύτερου παιχνιδιού από αυτό που οι ίδιοι θα επέλεγαν ποτέ να παίξουν. Στους ρόλους της γάτας και του ποντικιού, ο Γερμανός πράκτορας και ο Τσετσένος Μουσουλμάνος μετανάστης δεν διαφέρουν, τουλάχιστον όχι τόσο ώστε να παραμένουν και οι δύο οι όψεις ενός καθρέφτη πάνω στον οποίο αντανακλάται ως τέρας η παράνοια ενός σκοτεινού μηχανισμού βρώμικης διπλωματίας, ανήθικης πολιτικής και συνεχούς προδοσίας.

Φωτογραφημένο με τα κρύα χρώματα μιας λες ψυχροπολεμικής κατασκοπικής περιπέτειας του '70 και με ρυθμό που αναπόφευκτα φέρνει στη μνήμη την εξαίσια δουλειά του Τόμας Αλφρεντσον στο «Tinker Tailor Soldier Spy» (αλλά όχι και το βάθος του), ο Κόρμπιν απλώνει το μυστήριο του πάνω στις αδρές γραμμές μιας μελαγχολικής ελεγείας που ίσως τελικά να μιλάει περισσότερο για την ανθρώπινη μοναξιά, την εξαφάνιση κάθε έννοιας ανθρωπισμού σε έναν κόσμο που σκληραίνει από το φανατισμό και τη ματαιότητα του να προσπαθείς να «κάνεις το σωστό», όταν η έννοιες του «σωστού» και του «λάθους» είναι πλέον αδιευκρίνιστα σημάδια μέσα στο μεγάλο χάρτη του σύγχρονου χάους.

To «Α Most Wanted Man» δεν είναι μια σπουδαία ταινία, αλλά είναι μια ταινία που σκεπάζει μια απλή περιπέτεια με ένα αρκούντως γοητευτικό κινηματογραφικά πέπλο. Και είναι στοιχειωμένη (είμαστε σίγουροι πως αυτό θα συνέβαινε και χωρίς την τραγική του απώλεια) από την ερμηνεία του Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν. Χωρίς εξάρσεις, με μια ανατριχιαστικά πειθαρχημένη αρμονία και εδώ με σημαντικότερη επιτυχία του το απόλυτο χάσιμό του μέσα στην ταινία που υπηρετεί, ο Χόφμαν κουβαλά όλα όσα χάνει ο Κόρμπιν στη διαδρομή, παραμένοντας σε όλη τη διάρκεια του φιλμ το απόκληρο φάντασμα της λογικής μέσα σε έναν τελείως παράλογο κόσμο.