Τέλη δεκαετίας του 70, Σάντα Μπάρμπαρα, Καλιφόρνια. Η δυναμική και κάπως ιδιόρρυθμη 55χρονη Ντοροθία μεγαλώνει μόνη της τον έφηβο Τζέιμι. Ή, μάλλον, όχι ακριβώς μόνη. Στο παλιό, μεγάλο τους σπίτι, που συνεχώς χρειάζεται ανακατασκευές, νοικιάζουν δωμάτια ο περιπλανώμενος ξυλουργός Γουίλιαμ (ο οποίος όμως, όσο κι αν η Ντοροθία κι αν θα ήθελε ένα πρότυπο πατέρα, δεν έχει τίποτα ενδιαφέρον να προσφέρει ατον πιτσιρικά) και η 25χρονη Αμπι - μία νεαρή punk καλλιτέχνης, με ελεύθερο φεμινιστικό πνεύμα κι ένα μυστικό. Η 15χρονη Τζούλι, η κολλητή του Τζέιμι (με την οποία ο ίδιος είναι χωρίς ανταπόκριση ερωτευμένος) περνάει επίσης μέρες και νύχτες στο σπίτι τους, καθώς θέλει κι εκείνη να ξεφύγει από τη δική της οικογενειακή αναταραχή. Αναταραχή είναι έτσι κι αλλιώς η λέξη κλειδί της εποχής. Ο πιτσιρικάς έχει μεγαλώσει μέσα σ' έναν άδικο πόλεμο, διαδηλώσεις που αλλάζουν τις κοινωνικές δομές, πολιτιστικές και τεχνολογικές επαναστάσεις, κι ένα διαζύγιο. Η Ντοροθία νιώθει μεγάλη και ξεπερασμένη, οπότε κάνει κάτι πρωτοποριακό: ζητά στα δύο νεότερα κορίτσια να τη βοηθήσουν με την ανατροφή του, προσφέροντάς του μία εικόνα της ζωής που εκείνη δεν έχει.

Ο Μάικ Μιλς («Οι Πρωτάρηδες», «Thumbsucker») επιστρέφει με μία αυτοβιογραφική ταινία - ένα ερωτικό γράμμα στη δική του μποέμικη ανατροφή από καταπληκτικές γυναίκες. Ο τόνος, το ύφος, οι δομές του σεναρίου (το οποίο βρέθηκε στην οσκαρική πεντάδα φέτος) θυμίζουν τους υπέροχους «Πρωτάρηδες»: την ιστορία αφηγούνται μέσα από το δικό τους βλέμμα τόσο ο Τζέιμι όσο και η Ντοροθία, φλασιές ιστορικοπολιτικών γεγονότων μάς δίνουν το στίγμα της δεκαετίας, κι όλα τα υπόλοιπα γεμίζουν το οξυγόνο της ταινίας από ανθρώπινες στιγμές, μικρά «τίποτα», αμηχανίες, διαλόγους, χορούς, γεύματα, τσιγάρα, φιλιά - κομμάτια ενός vintage παζλ κινηματογραφημένα με εκκεντρική ειλικρίνεια και γλυκόπικρη νοσταλγία και αγάπη.

Αγαπά πολύ τις γυναίκες του ο Μιλς. Μπορεί ο πιτσιρικάς ήρωάς του να υπονοεί, ή και να παραδέχεται ανοιχτά, ότι θα ήθελε μία πιο νορμάλ ενηλικίωση, όμως ο ενήλικος σκηνοθέτης τώρα καταλαβαίνει και συγχωρεί και εκτιμά και δε θα άλλαζε τίποτα από την εναλλακτική του οικογένεια. Για αυτό και λούζει την Ντοροθία με ένα αποκαλυπτικό μεν (δεν παύει να είναι μια μεσήλικη μάνα που ανησυχεί), αλλά ζεστό φως. Πόσο μπροστά ήταν στο να τον θέλει αυτόνομο, με δικό του τραπεζικό λογαριασμό και δική του άποψη για τα πράγματα - ακόμα κι αν αυτό σήμαινε κοπάνα από το σχολείο. Για αυτό και παρουσιάζει με δύναμη τη νέα γενιά: η έφηβη Τζέιμι είναι σεξουαλικά ενεργή, πειραματίζεται, κάνει λάθη, αλλά βάζει τα δικά της ξεκάθαρα όρια και χαράζει τη δική της πορεία. Και η Αμπι, χτυπημένη από μία ασθένεια κι αποκομμένη από την οικογένειά της (που είναι υπεύθυνοι για το αρρωστο DNA της), κάνει τα πρώτα αναπολογητικά βήματα για όλες τις νέες γενιές γυναικών που ακολούθησαν - αμφισβητεί, γκρεμίζει, ξαναχτίζει από την αρχή τους ρόλους μας.

Για αυτό και οι ηθοποιοί του είναι καταπληκτικές: τους έχει δώσει χώρο, χρόνο, στίγμα. Η Ανέτ Μπένινγκ (που θα έπρεπε να είναι στην οσκαρική πεντάδα φέτος) έχει μία δαιμονισμένη αυτοπεποίθηση και μία μελετημένη βαρύτητα σε κάθε της μορφασμό, η Γκρέτα Γκέργουικ πάλλεται ηλεκτρισμένη ενέργεια κι εύθραυστη δύναμη, ενώ η Ελ Φάνινγκ κουβαλά αβίαστα και νατουραλιστικά τη μελαγχολία της ενηλικίωσης.

Δυστυχώς όμως, το αποτέλεσμα δεν δικαιώνει τις προθέσεις του σκηνοθέτη. Οσο οι «Πρωτάρηδές» του έδιναν συνεχή πατήματα απόλυτης ταύτισης στο θεατή, ακόμα και μέσα από τις ιδιαιτερότητες ή τις εκκεντρικότητες του θέματός τους, εδώ οι γυναίκες του Μιλς μοιάζουν να στέκονται απέναντι κι όχι δίπλα μας. Τις παρατηρούμε, τις καταλαβαίνουμε, αλλά δεν περνούν κάτω από το δέρμα μας - δεν τις νιώθουμε κομμάτι μας. Μας παρασύρουν σε μία περιήγηση που ακολουθούμε, αλλά δεν παρασυρόμαστε συγκινημένοι. Ολα μοιάζουν λίγο off, λίγο επίτηδες διαφορετικά, όλοι μοιάζουν λίγο περισσότερο σύμβολα παρά άνθρωποι.

Και είναι υπέρ του, όσο κι αν απέτυχε να το απογειώσει. Είναι υπέρ του που αφιέρωσε τόσο γενναιόδωρα μία ταινία για τις γυναίκες του 20ου αιώνα (όπως κι ο πρωτότυπος τίτλος, «20th Century Women», υποννοεί). Πόσο έχασαν το δρόμο, πόσο βγήκαν εκτός πορείας αμφισβητώντας τα πάντα, πόσο χάραξαν τη νέα, δική τους ρότα. Με λάθη, πάθη και μία αέναη πάλη για ταυτότητα, κατανόηση κι αγάπη.