Σαν κινηματογραφικός όρος, ο νεολογισμός docufiction, που αφορά έναν συνδυασμό ντοκουμέντων και μαρτυριών με μικροϊστορίες ολότελα επινοημένες, είναι νεώτερος του docudrama, που έχει ραδιοφωνική βασικά καταγωγή και αφορά κυρίως την τηλεόραση στον τρόπο που δραματοποιεί κομμάτια του υπό καταγραφή γεγονότος ή της υπό παρατήρηση καθημερινότητας. Σαν τεχνοτροπία, ωστόσο, έχει ιστορία μακρά, που ξεκινά από τον πάπα του λαογραφικού ντοκιμαντέρ Ρόμπερτ Φλάχερτι και περνά από τον ιταλικό νεορεαλισμό και τον Ζαν Ρους για να φθάσει μέχρι τον Αμπάς Κιαροστάμι. Χωρίς να αμφισβητούν την αξία των παραπάνω, θεωρητικοί του σινεμά έχουν εντούτοις εκφράσει ανά τις δεκαετίες τις επιφυλάξεις τους για το «ήθος» τούτης της τεχνοτροπίας, που προϋποθέτει τη «μυθοποίηση» ενός συμβάντος ή μιας καθημερινότητας ενίοτε σε βαθμό που μύθος και πραγματικότητα να μην διαχωρίζονται.

Για να αποφύγει τούτο τον σκόπελο, ο Τάσος Μπουλμέτης, που ανέλαβε αρχικά να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για λογαριασμό της ΚΑΕ ΑΕΚ πάνω στην κόντρα στις πιθανότητες, εμβληματική για τον ελληνικό αθλητισμό νίκη της ομάδας μπάσκετ της ΑΕΚ επί της Σλάβια Πράγας στον τελικό ευρωπαϊκού κυπέλλου πρωταθλητριών τον Απρίλιο του 1968, αλλά επέμενε να το διανθίσει με μυθοπλαστικά στοιχεία εν είδη docufiction, προσπάθησε να κάνει όσο το δυνατόν πιο διακριτά τα όρια μεταξύ του πραγματικού και του επινοημένου. Να ξεχωρίζουν εξαρχής, δηλαδή, στην εντύπωση του θεατή, το αρχειακό υλικό και οι μαρτυρίες των επιζώντων του ιστορικού συμβάντος (μεταξύ άλλων οι Ζούπας, Τρόντζος, Τσάβας, Λαρεντζάκης, Ζίντεκ, αλλά και ο θρυλικός αθλητικογράφος και εκφωνητής Βασίλης Γεωργίου) από τα σκετς του εκτελούντος την «περιμετρική» λεωφορείου τη σημαδιακή βραδιά, του μπουζουκτζίδικου της εποχής, του υποσχεμένου γάμου, του προποτζίδικου με τους ΑΕΚτζήδες θαμώνες, του αγχωμένου εργολάβου κηδειών.

Με ποιον τρόπο; Επιλέγοντας καταρχήν ηθοποιούς πασίγνωστους για τα επεισόδια αυτά, και όχι ερασιτέχνες άγνωστους όπως οι περισσότεροι κινηματογραφιστές του παραδοσιακού docufiction. Και, στη συνέχεια, στιλιζάροντάς τα με χρώματα ζεστά στην εικονογραφία και δόσεις νατουραλισμού στο παίξιμο και την εκφορά. Αντιρεαλιστικά, με άλλα λόγια. Κι ας βασίστηκαν κάποιες ιστορίες σε αυθεντικά περιστατικά που πέρασαν από στόμα σε στόμα, όπως λέει ο κ. Μπουλμέτης, κι ας ενέχουν άλλες ψήγματα από βιωματικά στοιχεία του 11χρονου τότε και ΑΕΚτζή σκηνοθέτη, που άκουγε με τον πατέρα του τον αγώνα από το ραδιόφωνο και έζησε όλο τον αντίκτυπο του θριάμβου.

Κι όμως, το εντυπωσιακό εδώ είναι πως στην αντίληψη ημών των θεατών τίποτα το ντοκουμενταρισμένο δε φαντάζει ξεχωριστό από το μυθοποιημένο. Ενώ ξέρουμε διαρκώς που σταματά το ένα για να παρεμβληθεί το άλλο, χαιρόμαστε την ταινία –κυριολεκτικά, απορροφώντας όλες τις πληροφορίες, το κλίμα, τις συγκινήσεις που εκπέμπει- σαν ένα ενιαίο κινηματογραφικό θέαμα. Αόρατες οι «ραφές» και αδιατάραχτη η ρευστότητα, στην υπηρεσία μιας εξιστόρησης που πατά γερά στην (μουσική) έννοια της αντίστιξης, νοούμενης ως αρμονικής συνήχησης ετερογενών αφηγηματικών στιλ, και μιας τεχνικής (όπως και στην «Πολίτικη Κουζίνα» και τον «Νοτιά») που συνδράμει αυτήν την εξιστόρηση δημιουργικά.

Τελικά, ακριβώς docufiction δεν είναι το «1968» όπως θα το ήθελε ο δημιουργός του, και τις παραχωρήσεις του στο docudrama τις κάνει εδώ κι εκεί, όπως στις (αναπαραστατικές) σκηνές της ίδρυσης της ομάδας το 1924 ή της ομολογίας του καρκινοπαθούς Γιώργου Μόσχου στους συμπαίκτες του (που θα μπορούσε να λείπει και να δίνεται μονάχα ως ντοκουμέντο). Ομως υβρίδιο μοναδικό στα χρονικά του εθνικού μας σινεμά είναι αναμφίβολα, όπως και μια ταινία ικανή να αφοπλίσει οποιονδήποτε «οπαδό» τούτης της τέχνης που (ξανα)χτίζει κόσμους και διηγείται ιστορίες όπως καμία άλλη.