Φεστιβάλ / Βραβεία

Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ: «Η ελπίδα να ξεφύγουμε από το σύστημα κρύβεται μόνο στην τέχνη»

στα 10

Αμέσως μετά την δημοσιογραφική προβολή του «Cosmopolis» ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, πλαισιωμένος από τους ηθοποιούς του, αλλά και τον συγγραφέα του βιβλίου Ντον ΝτεΛίλο μίλησε στους δημοσιογράφους για το σινεμά, τον καπιταλισμό και την τέχνη ως την μόνη σωτηρία.

Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ: «Η ελπίδα να ξεφύγουμε από το σύστημα κρύβεται μόνο στην τέχνη»

Ο Ρόμπερτ Πάτινσον ήταν ταραγμένος. Γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτή είναι η ευκαιρία του να αποδείξει ότι πρέπει να τον πάρουμε σοβαρά ως ηθοποιό και να αφήσουμε πίσω μας ζόμπι και κινηματογραφικά εφηβικά καρδιοχτύπια. Επίσης ήξερε πολύ καλά τη θέση του. Καθόταν ανάμεσα στον σπουδαίο συγγραφέα του 20ου αιώνα Ντον ΝτεΛίλο, έναν θρυλικό σκηνοθέτη που του έδειξε εμπιστοσύνη και συμπρωταγωνιστές της τάξεως του Πολ Τζιαμάτι. Ο τελευταίος, σεμνός και γήινος όπως πάντα, δεν μίλησε πολύ. δεν διεκδίκησε ούτε δάφνες, ούτε φώτα. Γνώριζε πολύ καλά ότι οι Κάννες είναι και πανηγύρι - οι προβολείς θα πέσουν στους σταρς. Δεν έδειξε να τον νοιάζει.


Ευτυχώς όμως, ο σταρ της συνέντευξης αποδείχτηκε άλλος. Κι αυτός ήταν ο συγγραφέας Ντον ΝτεΛίλο.

Πώς έγινε η γνωριμία του Ντον ΝτεΛίλο με τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ; Είχε ο ίδιος ανάμιξη στο σενάριο;

Ντον ΝτεΛίλο: Ο πρώτος που ενδιαφέρθηκε για το βιβλίο και την κινηματογραφική μεταφορά του ήταν ο Πάουλο (σ.σ. Μπράνκο, παραγωγός της ταινίας). Εκείνος με πλησίασε και εκείνος με έφερε σε επαφή με τον Ντέιβιντ. Οχι δεν είχα καμία σχέση με το σενάριο. Για αυτό και βγήκε τόσο επιτυχημένη η ταινία (γέλια). Μπορεί βιβλίο και ταινία να μοιράζονται μία κοινή ιστορία, αλλά είναι ξεχωριστά όντα. Οταν την πρωτοείδα δεν ήταν σαν να έβλεπα κινηματογραφημένο το βιβλίο μου. Μου φαινόντουσαν όλα καινούργια. Είχε δική της ένταση, ξεχωριστό, καταιγιστικό ρυθμό. Αρχικά πίστεψα ότι ο Ντέιβιντ θα βγάλει μερικές σκηνές μέσα από την λιμουζίνα και θα τις εντάξει στον εξωτερικό κόσμο – γιατί αυτό που έκανα στο βιβλίο δεν ήταν καθόλου κινηματογραφικό. Εκείνος έκανε ακριβώς το αντίθετο: πήρε και μία ακόμα σκηνή που την είχα εξωτερική και την έβαλε στην λιμουζίνα! Μόνο ένας Κρόνεμπεργκ θα το τολμούσε αυτό!

Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ: Ο Πάουλο μου έδωσε το βιβλίο του Ντον στο Τορόντο. Το διάβασα μέσα σε δύο μέρες. Μου πήρε 6 μόνο μέρες να γράψω το σενάριο. Κι αυτό, γιατί το βιβλίο είναι καταπληκτικό. Οι διάλογοι ήταν έτοιμοι – υπάρχουν στο βιβλίο και είναι εξαιρετικοί. Χρειάστηκε μόνο να κάνω μερικές αλλαγές δομής, καθώς η λογοτεχνία και το σινεμά είναι πολύ διαφορετικά μέσα. Δεν μπορείς να κάνεις ακριβή μεταφορά, πρέπει να αποδεχτείς τη διαφορετικότητά τους. Ομως, αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο είχε υπέροχο σκελετό, καταπληκτικούς διαλόγους επαναλαμβάνω. Εκανε τη δουλειά μου πολύ εύκολη.

Το βιβλίο είχε διαφημιστεί ως ''το πρώτο βιβλίο για το νέο μιλένιουμ''. Ισχύει αυτό και για την ταινία;

Κρόνενμπεργκ: Αυτά είναι διαφημιστικά κόλπα, μην τα πιστεύετε (γελάει). Δεν έχουν να κάνουν με την ίδια τη δουλειά.

ΝτεΛίλο: Δεν ήταν το μιλένιουμ η έμπνευσή μου όχι. Ηταν μία εικόνα. Οι δρόμοι της Νέας Υόρκης ξεκίνησαν να παρουσιάζουν το φαινόμενο της λευκής λιμουζίνας: τεράστιες άσπρες λιμουζίνες κατέκλυζαν το κέντρο του Μανχάταν. Και το Μανχάταν είναι το τελευταίο μέρος στον κόσμο που μπορούν τέτοιου όγκου αυτοκίνητα να κινηθούν εύκολα. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα συνηθίσαμε το θέαμα. Για μένα όμως ήταν ακόμα ενδιαφέρον να χαζεύω τις άβολες λιμουζίνες να προσπαθούν επί ώρα να στρίψουν και να μπλοκάρουν την κίνηση. Η ιδέα μου τότε ήταν «ένας άνθρωπος μέσα σε μια τέτοια λιμουζίνα». Δεν σκέφτηκα ούτε το μιλένιουμ, ούτε την Αποκάλυψη.

Κρόνενμπεργκ: Το ίδιο ισχύει και για μένα. Ξέρετε ήταν αρκετά περίεργο να γυρίζω όλο το πρωί σκηνές από φιξιόν διαδηλώσεις εναντίον του καπιταλισμού στους δρόμους της Νέας Υόρκης και μετά να επιστρέφω στο σπίτι μου και να βλέπω στις ειδήσεις μου εικόνες από το Occupy Wall Street. Ηταν σουρεαλιστικό. Ενιωθα σαν να γυρίζω ντοκιμαντέρ. Δεν ήταν όμως αυτός ο στόχος. Ηταν τυχαίο. Η πραγματικότητα μπορεί να σου δώσει σημεία αναφορά, να κρατήσεις σημειώσεις στο μυαλό σου, αλλά το βιβλίο ήταν το θέμα μου. Και μου έδινε όσα χρειαζόμουν για να χτίσω την ταινία.

Τι είδους σκηνοθέτης είναι ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ;

Ρόμπερτ Πάτινσον: Ο Ντέιβιντ αστειεύεται συχνά ότι είναι «πολύ τεμπέλης σκηνοθέτης», κάτι με το οποίο γελάμε, αλλά εγώ, φυσικά , διαφωνώ. Τις πρώτες μέρες γυρίσματος παρακολουθούσα τις κινήσεις του με απορία: έδινε δύο οδηγίες για το πώς να στηθεί η σκηνή και μετά εξαφανιζόταν στο trailer του. Μου φαινόταν εξαιρετικά παράξενη κίνηση: τι κάνει, σκεφτόμουν, αφήνει τους υπόλοιπους να στήσουν το κάδρο και εκείνος... κοιμάται; Μετά πληροφορήθηκα ότι ο Ντέιβιντ έχει στημένη σύνδεση από το πλατό στο τροχόσπιτό του – παρακολουθεί τα πάντα από μόνιτορ και δίνει τις οδηγίες του με λεπτομέρεια από εκεί. Κατάλαβα ακριβώς γιατί: όταν οι σκηνοθέτες βρίσκονται στο πλατό, όλοι έχουν ερωτήσεις να τους απευθύνουν. Τους διακόπτους συνεχώς με τρέχουσες απορίες. Αυτό τους αποπροσανατολίζει. Είναι εξουθενωτικό αυτό! Ο Ντέιβιντ καταφέρνει έτσι να παραμένει συγκεντρωμένος. Επίσης εκτίμησα ιδιαίτερα που μου εξηγούσε το στήσιμο της κάμερας και πώς αυτό θα επηρεάσει την ερμηνεία μου. Οι ηθοποιοί που πιστεύουν ότι οι ερμηνείες τους δεν έχουν να κάνουν με το που βρίσκεται η κάμερα στο χώρο, για μένα, είναι αφελείς. Το ότι ο Ντέιβιντ με προειδοποιούσε για το ότι ο φακός θα είναι πόντους από το πρόσωπό μου και πώς πρέπει να χειριστώ το μηχάνημα, με βοήθησε πολύ.

Κρόνενμπεργκ: Μα η κάμερα είναι το εργαλείο μας. Παραδείγματος χάρη: τα τελευταία 20 λεπτά της ταινίας έχουν να κάνουν με τον Πολ (σ.σ. Τζιαμάτι), τον Ρόμπ κι ένα κλειστό σετ. Ολοι γνωρίζουμε ότι εκεί ελοχεύει ο κίνδυνος το αποτέλεσμα να βγει θεατρικό. Και θα μπορούσε! Τα τελευταία 23 λεπτά της ταινίας θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι ένα θεατρικό μονόπρακτο – από μόνα τους! Τη διαφορά την επιτυγχάνεις με τα εργαλεία σου: τι κάμερες θα χρησιμοποιήσεις, τι φακούς, πώς θα φωτήσεις, πώς θα κινήσεις την κάμερα στο χώρο, τι πλάνα θα στήσεις. Ολα όμως καταλήγουν στον ηθοποιό. Ξέρετε, για μένα, η ουσία του σινεμά είναι οι άνθρωποι. Ολα καταλήγουν σ' ένα πρόσωπο που λέει την ιστορία του. Αν έχεις ένα δυνατό πρόσωπο να λέει μία δυνατή ιστορία, έχεις μία δυνατή ταινία. Ενας άνθρωπος που μιλάει είναι το σινεμά - δεν είναι σκηνές από ελικόπτερα, ούτε το σετ, ούτε μία τράβελινγκ λήψη του Γκραν Κάνιον. Είναι οι άνθρωποι.

Πώς χειρίστηκε ο Κρόνενμπεργκ την υπέρογκη διασημότητα του πρωταγωνιστή του και τις «Twilight αποσκευές» του;

Κρόνενμπεργκ: Δεν το χειρίστηκα. Επέλεξα να μην ασχοληθώ. Θα ήταν πολύ απλό και πολύ μεγάλη παγίδα να προσπαθήσω να πατήσω πάνω σ' αυτή την μυθολογία: να κάνω κι εγώ το χαρακτήρα μου, συμβολικά, «βαμπίρ». Γιατί ο ρόλος του αδίστακτου, παγερού καπιταλιστή θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα απέθαντο φαινόμενο. Ξέρετε, δεν μπορείς να καθοδηγήσεις έναν ηθοποιό να σου παίξει έναν «όρο». Δεν μπορείς να του πεις: «ο χαρακτήρας σου είναι ο καπιταλισμός». Πρέπει να του δώσεις από κάπου να πιαστεί: ο ήρωας είναι ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, έχει μία συγκεκριμένη ιστορία, ένα παρελθόν και τον συναντάμε σε αυτή τη στιγμή της ζωής του. Οι αποσκευές λοιπόν του ήρωα δεν είχαν σε τίποτα να κάνουν με το «Twilight». Είχε αποσκευές από το «Cosmopolis». Ολα τα άλλη παρελθοντικά «βάρη» που συνοδεύουν έναν ηθοποιό, εγώ τα αγνοώ. Δεν με βοηθάνε να δημιουργήσω κάτι καινούργιο, ίσα ίσα με φρενάρουν.

Βρίσκει ομοιότητες ο Πάτινσον μεταξύ του ήρωά του και της δικής του ζωής; Η φήμη τον έχει κλείσει κυριολεκτικά και συμβολικά σε μία λευκή λιμουζίνα;

Πάτινσον: Δεν είμαι πολύ καλός να αναλύω την συμπεριφορά μου ή να σας μεταφέρω αν χρησιμοποιώ τις προσωπικές μου εμπειρίες στη δουλειά μου. Δεν ξέρω αν το κάνω. Οχι, δεν νιώθω ότι έχω εγκλωβιστεί σε κάτι. Εχω κλειστεί στον κύκλο μου, αλλά πάντα έτσι ήμουν. Δεν ήμουν ιδιαίτερα κοινωνικός.

Υπάρχουν ομοιότητες στον τόνο και το ύφος με τις προηγούμενες ταινίες του – ειδικά το «eXistenZ» και το «Γυμνό Γεύμα»;

Κρόνενμπεργκ: Να λοιπόν που έχω κι εγώ «αποσκευές». Οπως σας είπα δεν σκέφτομαι το παρελθόν όταν κάνω μία νέα ταινία. Ειλικρινά, οι προηγούμενες ταινίες μου δεν είναι στο μυαλό μου. Οταν τις τελειώσω, όταν βρίσκομαι σε μία τέτοια συνθήκη όπου δημοσιογράφοι αναλύουν και μου ζητούν να αναλύσω κι εγώ, τότε καταλαβαίνω ότι, ναι, υπάρχουν ομοιότητες στο έργο μου. Αλλά μην μπερδεύετε το δικό μου ρόλο με τον δικό σας. Δεν είναι δική μου δουλειά να βρίσκω το νήμα που ενώνει το έργο μου. Δεν με εξυπηρετεί σε κάτι όταν κάνω την επόμενη ταινία. Αυτή είναι η δική σας δουλειά.

Γνώριζε ο Πάτινσον τις ταινίες του Κρόνεμπεργκ;

Πάτινσον: Επιτέλους μία εύκολη ερώτηση (γελάει). Ναι και τις αγαπώ πολύ.

Κρόνενμπεργκ: Εγώ πάντως πίστευα ότι ο πιτσιρικάς δε θα έχει δει καμία ταινία μου (γελάει).

Η Σάρα Γκέιντον παίζει και στην ταινία του υιού Κρόνεμπεργκ. Τι ομοιότητες και τι διαφορές έχουν πατέρας και γιος ως σκηνοθέτες;

Σάρα Γκέιντον: Ο Μπράντον είναι πρωτοεμφανιζόμενος. Οπότε δεν μπορείς στ' αλήθεια να συγκρίνεις με τον Ντέιβιντ που είναι δάσκαλος! Ομως έχουν και ομοιότητες: ίδιες ευαισθησίες, παρόμοιο ύφος. Και οι δύο γνωρίζουν πολύ καλά τι θέλουν να πάρουν από τον ηθοποιό τους – αν κι ο Μπράντον δεν κάνει καθόλου πρόβες. Ο Μπράντον είναι πάντως ένας ανεξάρτητος σκηνοθέτης. Πιστεύω ότι είναι στην αρχή ενός πολύ σπουδαίου και ξεχωριστού έργου. Είμαι πολύ περήφανη που είμαι στις Κάννες με συμμετοχές και στις δύο αυτές ταινίες.

Πώς προετοιμάστηκε ο Πάτινσον για το ρόλο;

Πάτινσον: Πέρασα δύο εβδομάδες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου τρομοκρατημένος και αρκετά μπερδεμένος (γελάει)! Οπότε το σαββατοκύριακο πριν το γύρισμα, λίγο πριν τρελλαθώ, πήρα τηλέφωνο τον Ντέιβιντ: «μήπως έχεις δυο λεπτά να μιλήσουμε για το ρόλο;» Πήγα σπίτι του, με άκουσε και μου είπε να μην ανησυχώ. Οταν καμιά φορά πρέπει να ξεκινήσει το γύρισμα για να μπουν όλα στη θέση τους. Νομίζω ότι είναι αδύνατον να πλησιάσει κανείς τον χαρακτήρα σαν έναν πραγματικό άνθρωπο. Για αυτό και πρέπει να αφεθείς ελεύθερος και να ακολουθήσεις με εμπιστοσύνη τους διαλόγους. Υπάρχει λυρισμός, ρυθμός στο διάλογο. Θεωρώ ότι ο διάλογος κυλούσε όπως ένα τραγούδι, περισσότερο από ότι μια ταινία.Συνήθως εμείς οι ηθοποιοί θέλουμε να φέρνουμε τους διαλόγους στα μέτρα μας, το οποίο είναι μεγάλη παγίδα γιατί αρχίζεις κι αλλάζεις τα πράγματα με βάση... τον εγωισμό σου! Εδώ δεν ήθελα να αλλάξω ούτε μία λέξη. Αυτό με απελευθέρωσε. Οι ηθοποιοί δεν χρειάζεται να σκεφτόμαστε – δεν θεωρούμαστε ότι είμαστε έξυπνοι, έτσι δεν είναι; (γελάει)

Κρόνενμπεργκ: Η αναλογία σου με τα τραγούδια είναι πολύ σωστή. Κι εγώ αντιμετώπισα την ταινία σαν τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν – όλοι ξέρουμε τους στίχους, όλοι το τραγουδάμε λίγο διαφορετικά κι αυτό μπορεί να αλλάξει το τραγούδι το ίδιο. Αλλά δεν αλλάζει το ρυθμό ή την ευαισθησία του. Δεν ήθελα να αλλάξω τίποτα από το βιβλίο. Κάθε φορά όμως που έμπαινε κι ένας νέας ηθοποιός, ένας καινούργιος άνθρωπος, στην λιμουζίνα, κουβαλούσε και τη δική του φωνή – τη δική του θέση στη «χορωδία». Πάντως σε όλους έλεγα να εμπιστεύονται το διάλογο – πείτε τα λόγια σας, η ερμηνεία θα προκύψει.

Πώς αντιμετώπισε το τελευταίο 20λεπτο της ταινίας ο Πολ Τζιαμάτι; Εναν ρόλο που τον θέλει μόνο με τον ήρωα, κλεισμένο σ' ένα διαμέρισμα;

Πολ Τζιαμάτι: Ηταν πολύ ενδιαφέρον. Υπήρχε μία συνθήκη απομόνωσης – όχι εξωτερικοί χώροι, όχι άλλοι χαρακτήρες να μπαινοβγαίνουν – που μου ταιριάζει. Μόνος μου με τον Ρομπ, να τον κοιτάω στα μάτια (αρχίζει να γελάει), σαν ερωτευμένος. Σοβαρά τώρα, δεν συμβαίνει συχνά αυτό στις ταινίες – να γυρίζεις τέτοιες σεκάνς. Το βρήκα υπέροχο.

Τι αντιπροσωπεύει τελικά ο Ερικ Πάρκερ;

ΝτεΛίλο: Οταν έγραφα το βιβλίο σκέφτηκα ότι θέλω να δείξω ολόκληρη τη ζωή του Ερικ Πάρκερ σε μία μέρα. Ετσι όπως επιστρέφει στην παλιά του γειτονιά, στο κουρείο που σύχναζε ο πατέρας του. Υπάρχει μία ρίζα λοιπόν στην επιστροφή του ανθρώπου στα βασικά τους θεμέλια. Γιατί αν το καλοσκεφτείτε τι ζητάει από την αρχή της ταινίας ο Πάρκερ; Ενα απλό κούρεμα. Γιατί μπαίνει στη λιμουζίνα εξ αρχής: έχει κάποιο καπιταλιστικό μίτινγκ, πάει κάπου που θα βγάλει περισσότερα χρήματα; Οχι. Θέλει ένα απλό κούρεμα.

Κρόνενμπεργκ: Θεωρώ πολύ ενδιαφέρουσα τη σκηνή που σκοτώνει τον body guard του. Νομίζω ότι όλη η ταινία και ολόκληρη αυτή η μέρα του ήρωα είναι μία αποστολή απελευθέρωσης. Προσπαθεί να δραπετεύσει από αυτή τη λιμουζίνα, από τη ζωή του. Οχι αυτοκτονώντας (αν και θα ήταν κι αυτή μια λύση) αλλά πηγαίνοντας πίσω – στην παιδική του ηλικία, στην αθωότητά του, στις αγνές εποχές. Ετσι βλέπω εγώ την ταινία.

Υπάρχει ελπίδα να ξεφύγουμε από το σύστημα, από τον καπιταλισμό; Ή η ταινία και το βιβλίο προσυπογράφουν ένα μελανό μέλλον;

Πάτινσον: Μπορεί να σας φανεί αφελές αυτό που θα σας πω, αλλά δεν ένιωσα ποτέ ότι αυτή η ιστορία είναι απαισιόδοξη. Ακόμα κι όταν την είδα τελειωμένη δεν σκέφτηκα την πεσιμιστική ερμηνεία που δίνετε όλοι εσείς. Εγώ τη βρήκα ελπιδοφόρα. Κάποιος δημοσιογράφος με ρώτησε αν αφορά το τέλος του κόσμου. Μπορεί. Αλλά υπάρχει ελπίδα αν τελειώνει ο κόσμος, όπως τον ξέρουμε. Αν τελειώνει ο κόσμος που δεν βγάζει πια κανένα νόημα – ο κόσμος της εξουσίας, της οικονομίας, του καπιταλισμού. Αυτός ο κόσμος χρειάζεται κάθαρση, εξυγίανση, αναγέννηση. Βγάζω καθόλου νόημα ή λέω ό,τι θέλω; (γελάει)

Κρόνενμπεργκ: Η ελπίδα κρύβεται στο ίδιο το γεγονός ότι μία τέτοια ταινία κατάφερε να γυριστεί! Τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα και πολύ συντηρητικά στις μέρες μας. Οι παραγωγοί, τα στούντιο δεν πρόκειται να εγκρίνουν μια ταινία που είναι προκλητική, ιδιοσυγκρασιακή, στα όρια. Θέλουν σιγουριά, εμπορικότητα, box office. Οπότε ότι μία τέτοια ταινία φτιάχτηκε και υποστηρίχθηκε με αγάπη και στοργή με γεμίζει ελπίδα για το μέλλον. Γιατί η ελπίδα κρύβεται στην τέχνη. Μέσα από αυτή εγώ καταφέρνω να επιβιώνω, να προκαλώ τον εαυτό μου και τα όριά μου. Αν δεν ένιωθα ότι υπάρχει ελπίδα, θα είχα σταματήσει να το κάνω.

Διαβάστε τη γνώμη του Flix για το «Cosmopolis» και όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε στο ειδικό τμήμα του 65ου Φεστιβάλ Καννών που ανανεώνεται συνεχώς