Φεστιβάλ / Βραβεία

«Himizu» του Σίον Σόνο: Ιαπωνικό τσουνάμι υπερβολής και παραδοξότητας

στα 10

Δεν υπάρχουν πολλοί σκηνοθέτες που να κατορθώνουν να έχουν μια ταινία στο Φεστιβάλ Βενετίας τον περασμένο Σεπτέμβρη, να βρίσκονται στο Δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών στις Κάννες τον Μάιο και τον επόμενο Σεπτέμβρη, να επιστρέφουν στη Βενετία με μια ακόμη καινούρια ταινία.

«Himizu» του Σίον Σόνο: Ιαπωνικό τσουνάμι υπερβολής και παραδοξότητας

Ο Ιάπωνας Σίον Σόνο είναι λοιπόν μια ξεχωριστή περίπτωση δημιουργού αφού μετά το περσινό του θρίλερ «Cold Fish» επιστρέφει στη Μόστρα με το «Himizu» (είχε μεσολαβήσει το «Guilty of Romance» που σε λίγο θα παιχτεί και στις Νύχτες Πρεμιέρας).

Βασισμένο σε ένα manga, το «Himizu» αφηγείται την ιστορία ενός δεκατετράχρονου νεαρού που ζει σε μια καλύβα στην άκρη ενός ποταμού και νοικιάζει βάρκες για ψάρεμα ή βόλτες. Τυπικό τέκνο μιας διαλυμένης οικογένειας, βλέπει τη μητέρα του μόνο όταν έρχεται στο σπίτι με κάποιον από τους εραστές της και τον πατέρα του, μόνο όταν περνά μεθυσμένος για να τον δείρει, να του ζητήσει χρήματα και να του θυμίσει ότι αν είχε πεθάνει όταν κάποτε μικρός παρ ολίγον να πνιγεί, τώρα εκείνος θα ήταν πλούσιος από τα λεφτά της ασφάλειας ζωής.

Από την στιγμή που ο Σόνο έγραψε το σενάριο και μέχρι να το γυρίσει, τον περασμένο Μάιο, μεσολάβησε ο σεισμός και το τσουνάμι της 11ης Μαρτίου, κάτι που τον έκανε να αλλάξει ριζικά την ιστορία του, όχι μόνο ενσωματώνοντας γυρίσματα στις κατεστραμμένες περιοχές, αλλά θέλοντας να συμπεριλάβει ένα ίχνος ελπίδας στην ιστορία, κάτι που απουσίαζε ολοκληρωτικά σύμφωνα με τον ίδιο από το manga.

«Το κόμικ δεν είχε ίχνος ελπίδας» λέει, αλλά μετά τις 11 Μαρτίου ένιωθα ότι δεν μπορούσα να γυρίσω ένα φιλμ χωρίς ελπίδα. Ολόκληρη η γιαπωνέζικη κοινωνία νιώθει ότι δεν έχει άλλη επιλογή από το να ελπίζει» .

Διαβάζοντας τα παραπάνω βεβαίως μην πιστέψετε ούτε στιγμή ότι ο Σιον Σόνο έκανε μια feelgood ταινία. Μέχρις ότου να φτάσει στο σημείο να ελπίζει, ο νεαρός ήρωας θα περάσει δια πυρός και σιδήρου, θα αντιμετωπίσει μια εμμονική ερωτευμένη συμμαθήτριά του, θα κουβαλήσει τις ελπίδες μιας ομάδας αστέγων που μένουν στην αυλή του, θα κινδυνεύσει από τους γιάκουζα στους οποίους χρωστάει ο πατέρας του, θα φτάσει ως το φόνο, θα παρανοήσει.

Ολα αυτά σε μια κακόφωνη, μπερδεμένη σεναριακή διαδρομή, όπου το σλάπστικ συναντά την τραγωδία και όπου δεν μπορείς να καταλάβεις αν οι νευρόσπαστες συμπεριφορές, των ηρώων, οι σπασμωδικές κινήσεις τους, οι συνεχής υπερκινητική υστερία, οφείλεται στο γεγονός ότι είναι βαθιά προβληματικοί ή απλά γιαπωνέζοι.

Αναμφίβολα, το φιλμ ξενίζει τον δυτικό θεατή, καθώς πολλά απ όσα συμβαίνουν στην οθόνη και στα οποία οι ήρωες αντιδρούν απόλυτα «φυσιολογικά», μοιάζουν στα μάτια μας με επιστημονική φαντασία. Η τεράστια διάρκειά του, η εκνευριστική ένταση στην οποία εκφέρονται όλοι σχεδόν οι διάλογοι, αποτελούν επίσης προβλήματα. Όμως η αίσθηση ότι το φιλμ μεταφέρει την αληθινή εικόνα μιας κοινωνίας σε κρίση -κι όχι μόνο εξ αιτίας των φυσικών φαινομένων-, παραμένει σταθερά παρούσα.

Το φιλμ του Σόνο αναπηδά ανάμεσα στα όρια του σοβαρού, του τραγικού της γελοιότητας του προφανούς, ακόμη και του αφόρητου, αλλά κατορθώνει να μην τα διασχίζει, κρατώντας σε στην θέση σου, για όλη την δίωρη (και λίγο ακόμη) διάρκειά του, ακόμη κι αν κάτι, συνεχώς, σε προκαλεί να παραδώσεις τα όπλα.

Κι όταν το ελπιδοφόρο φινάλε φτάνει, είναι, όπως θα μπορούσες να περιμένεις από ένα τέτοιο φιλμ, τόσο υπερβολικό, τόσο εκτός εαυτού, τόσο σχηματικά ανυψωτικό που δεν μπορείς παρά να νιώσεις ανακουφισμένος. Ισως επειδή χαίρεσαι για την ευτυχή (ας πούμε), κατάληξη του ήρωα, πιθανότατα επειδή το φιλμ επιτέλους τελείωσε, ίσως πάλι, γιατί ότι είδες, ήταν τόσο ακατάτακτο και παράξενο που καλωσορίζεις την επιστροφή σε μια βαρετή έστω, αλλά τουλάχιστον αναγνωρίσιμη πραγματικότητα.

Δείτε ένα επτάλεπτο χαρακτηριστικό κλιπ από την ταινία παρακάτω