Φεστιβάλ / Βραβεία

«A Dangerous Method»: Ακολουθώντας μια μάλλον ασφαλή οδό

στα 10

Λιγότερη ψυχανάλυση και περισσότερο πάθος, θα έκαναν πιθανότατα το «A Dangerous Method» μια πιο ενδιαφέρουσα ταινία. Ακόμη και μερικές ξυλιές στον πισινό της Κίρα Νάιτλι δεν μπορούν να ανάψουν τα αίματα..

«A Dangerous Method»: Ακολουθώντας μια μάλλον ασφαλή οδό
Τσάι κι αντιπάθεια

Με προσοχή στις λεπτομέρειες, ένα επιμελές σενάριο, μια εντυπωσιακή αναπαράσταση της εποχής, αλλά με μάλλον ράθυμους ρυθμούς και δίχως το απαραίτητο πάθος να σιγοβράζει κάτω από την επιφάνεια, το φιλμ του Κρόνεμπεργκ μοιάζει πολύ πιο άνευρο απ όσο θα περίμενες από μια ιστορία που εξερευνά τα βάθη της ψυχής, συλλαμβάνει μια επιστήμη σχεδόν εν τη γενέσει της και παρακολουθεί μια ερωτική σχέση που βασικό συστατικό της είναι οι ξυλιές στον πισινό της Κίρα Νάιτλι.

Η οποία υποδύεται με εντυπωσιακό αλλά όχι πάντα πετυχημένο τρόπο, την Σαμπίνα Σπιελράιν, που καταφθάνει μια τσακισμένη ψυχή στην κλινική οπού ο νεαρός Δρ Γιουνγκ δοκιμάζει να θεραπεύσει τους ασθενείς του ακολουθώντας την μέθοδο του Φρόιντ, για να καταλήξει, με το πέρασμα των χρόνων, ερωμένη και συνάδελφός του.

Κι αν το φιλμ ακολουθεί την ερωτική τους ιστορία, εξιστορεί παράλληλα αυτή της γνωριμίας, της φιλίας, της κοινής πορείας και του τέλους της σχέσης του Γιουνγκ και του Φρόιντ, στην οποία η Σαμπίνα υπήρξε καταλύτης.

Ολα ακούγονται εξαιρετικά ενδιαφέροντα, η ευκαιρία να βρεθείς εκεί, την στιγμή που πράγματα που σήμερα θεωρούμε δεδομένα, γεννιόνταν, μοιάζει συναρπαστική, μόνο που το φιλμ του Κρόνεμπεργκ μοιάζει να χαϊδεύει απλώς την επιφάνεια τους, κάνοντας μια ταινία περισσότερο περιγραφική απ όσο θα ήθελες.

Ενα costume drama δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό, όμως η αλήθεια είναι πως μπαίνοντας στην αίθουσα, έχεις αν όχι μεγαλύτερες, σίγουρα διαφορετικές προσδοκίες.

Παρά τα κοστούμια, τους κομπάρσους, την εντυπωσιακή αναπαράσταση της εποχής, οι εικόνες δεν μοιάζουν να έχουν βάθος, η ερωτική σχέση ανάμεσα στον Μάικλ Φασμπέντερ και την Κίρα Νάιτλι μοιάζει με χλιαρό βρετανικό τσάι, η δυναμική της σχέσης πατέρα-γιου, μέντορα-προστατευόμενου μεταξύ των Βίγκο Μόρτενσεν και Φασμπέντερ, εξηγεί απλά τους λόγους που τους έφεραν κοντά και τους λόγους που τους απομάκρυναν, δίχως να εμβαθύνει στην ουσία της.

Μια δόση τρέλας, μια υποψία ρίσκου, λίγη τόλμη τόσο από τη μεριά των ηθοποιών όσο κι από την αυτή του σεναρίου, θα έδιναν στο φιλμ ζωή, νεύρο, δύναμη. Τώρα όλα υπονοούνται αφήνοντάς σε να γεμίσεις τα κενά, να επενδύσεις τους ήρωες με τις δικές σου ιδέες για τη ζωή και την ιστορία τους.

Κάτι που μοιάζει μάλλον απογοητευτικό.

Σαν μια ψυχαναλυτική συνεδρία στον καναπέ ενός γιατρού που δεν ενδιαφέρεται να αναζητήσει τίποτα βαθύτερο σε όσα του λες, σκιτσάροντας μουτζούρες στο σημειωματάριό του, ενώ εσύ περιμένεις το ερέθισμα που θα σε κάνει να του αφηγηθείς τα πιο μύχια μυστικά σου.