Στο Ντιτρόιτ του κοντινού μέλλοντος. Το σταθερά δημοφιλές σπορ της πυγμαχίας έχει περάσει πλέον σε άλλο επίπεδο. Πάνω στο ρινγκ, τις γροθιές τους διασταυρώνουν γιγαντόσωμα ανθρωπόμορφα ρομπότ. Ο Τσάρλι Κέντον, ξεπεσμένος μποξέρ, αναζητά την ευκαιρία να επιστρέψει για μια τελευταία φορά στις μέρες της δόξας. Οταν κάποια μέρα ο Μαξ, ο ανήλικος γιος του, με τον οποίο είχαν αποξενωθεί, ανακαλύπτει τυχαία ένα εγκαταλειμμένο και μισοκατεστραμμένο ρομπότ παλιάς τεχνολογίας, ο Τσάρλι, ο οποίος έχει γίνει εξπέρ στο να κατασκευάζει μάχιμους ρομπο-πυγμάχους από παλιοσίδερα, αποφασίζει να τα παίξει όλα για όλα: με τη βοήθεια του γιου του θα προπονήσουν το ρομπότ τους για τη διεκδίκηση του τίτλου...

To «Ρόκι» συναντά τους «Transformers» σε αυτή την ταινία που δοκιμάζει με τρόπο μηχανικό να συνδυάσει μια θεαματική περιπέτεια με μια ιστορία για όλη την οικογένεια. Τα ψήγματα της επιστημονικής φαντασίας που κάνουν την ιδέα του robot boxing πιστευτή, είναι όπως πρέπει ενσωματωμένα σε μια αφήγηση που δεν ξοδεύει χρόνο να εξηγήσει τα πως και τα γιατί της ρομποτικής δράσης, αλλά προτιμά να σε συστήσει κατ ευθείαν στον κεντρικό χαρακτήρα της που μπορεί να είναι φτιαγμένος από σάρκα και... κλισέ, αλλά τουλάχιστον έχει την τύχη η «σάρκα» να ανήκει στον Χιου Τζάκμαν.

Ο ικανός ηθοποιός κατορθώνει να δώσει στον ήρωά του, έναν ξοφλημένο μποξέρ και μάλλον άτσαλο ιδιοκτήτη, ρομπότ δεύτερης διαλογής, το χιούμορ, το νεύρο, την γοητεία που δεν έχει φροντίσει να του εμφυσήσει το σενάριο. Στην πραγματικότητα, αν τα ρομπότ που μονομαχούν στο ρινγκ μοιάζουν με μηχανικά αυτόματα με ελάχιστο ενδιαφέρον, άλλο τόσο «μηχανικοί» είναι και οι θνητοί πρωταγωνιστές, που μοιάζουν απόλυτα προβλέψιμοι από την αρχή ως το τέλος της πορείας τους στην οθόνη.

Το φιλμ άλλωστε κάνει σαφές το ποιο είναι το κοινό του. Τα πάντα μοιάζουν απλοποιημένα στα όρια μιας αν όχι παιδικής, τότε σίγουρα εφηβικής περιπέτειας με την σχέση του ήρωα με τον νεαρό γιο του να προσπαθεί να αναπαραστήσει τον χτύπο μιας ανθρώπινης καρδιάς σε ένα μάλλον ψυχρό και μεταλλικό περίβλημα.

Στην πραγματικότητα όμως, οι μόνες στιγμές που το φιλμ μοιάζει να βρίσκει τον ρυθμό του και να κεντρίζει το ενδιαφέρον είναι όταν οι μηχανές μπαίνουν στο ρινγκ, και ειδικά απ όταν ο μηχανικός Δαβίδ αρχίζει να νικά τον έναν μετά τον άλλο τους αντίπαλους Γολιάθ στο καναβάτσο .

Τα εφέ είναι εντυπωσιακά, τα ρομπότ αληθοφανή -έστω κι αν ο ανθρωπομορφισμός του Atom, μερικές φορές μοιάζει υπερβολικά προφανής- και οι μάχες τους, λαμαρίνα με λαμαρίνα, έχουν ένταση και θέαμα.

Κι εκεί περίπου εξαντλείται η όποια συναισθηματική εμπλοκή μπορεί να σου δημιουργήσει το φιλμ που παρά την υπογραφή του Σπίλμπεργκ στην παραγωγή, δεν καταφέρνει να φτιάξει αξιομνημόνευτους χαρακτήρες και σχέσεις των οποίων η εξέλιξη να σε ενδιαφέρει. Μπορεί το κενό του φιλμ να μην αγγίζει αυτό του απόλυτου τίποτα των «Transformers», αλλά όταν σε μια ταινία με ανθρώπους, την παράσταση κλέβουν τα άμυαλα, μηχανικά ρομπότ, τότε μάλλον κάτι πάει πολύ καλά στο κομμάτι των ειδικών εφέ, μα πολύ στραβά σε αυτό της ουσίας...