Ενας πρώην λοχαγός των Νοτίων στον αμερικανικό εμφύλιο, ο Τζον Κάρτερ, προσπαθεί να κάνει την τύχη του, ψάχνοντας για χρυσάφι στην Αριζόνα. Χωρίς κι ο ίδιος να καταλάβει τι ακριβώς συνέβη και με τη βοήθεια ενός μενταγιόν που ανακαλύπτει μέσα σε μια σπηλιά, διακτινίζεται (ουπς, αυτό είναι από άλλη ταινία φαντασίας) στον Αρη, ο οποίος ονομάζεται Μπαρσούμ και κατοικείται από παράξενους ψιλόλιγνους πράσινους γίγαντες με τέσσερα χέρια. Εκεί ο Τζον Κάρτερ θα αναγορευθεί Θεός, θα εμπλακεί στον επεκτατικό πόλεμο Ζονταγκανών και Ηλιανών και μόλις δει την πριγκίπισσα Ντέζα θα πέσει… τέζα!

Η νέα cgi υπερπαραγωγή της Disney κατέφθασε στους κινηματογράφους με δύο συγκριτικά πλεονεκτήματα που στην πορεία της ταινίας καταρρίπτονται εύκολα, αφήνοντας τον θεατή εικαστικά χορτάτο, διανοητικά εξαντλημένο και με την απορία για το τι αρέσει στα σημερινά 10χρονα αγόρια.

Ο «Τζον Κάρτερ» βασίζεται στο μυθιστόρημα που έγραψε, πριν εκατό χρόνια, ο Εντγκαρ Ράις Μπάροουζ, συγγραφέας με τεράστια φαντασία, ο οποίος άλλωστε πρώτος έδωσε στον Ταρζάν λογοτεχνική διάσταση. Ωστόσο, όταν ο δικός του «Αρης» φεύγει από τη σφαίρα της μυθιστορηματικής φαντασίας και παίρνει συγκεκριμένη εικόνα, ίσως κι επειδή από το 1912 μέχρι σήμερα το σινεμά φαντασίας έχει κάνει υπερσυμπαντικά άλματα, μοιάζει ξαναειδωμένος, χωρίς μια καινούρια, εκρηκτική ιδέα που μπορεί να εντυπωσιάσει το μυαλό του θεατή του 2012. Μπορεί οι σκηνές των εξωγήινων πλασμάτων στη συμπαντική έρημο να θυμίζουν στιγμές του «Πολέμου των Αστρων», αλλά η ιστορία των λαών που πολεμούν για την κατοχή ενός άλλου πλανήτη είναι πολύ απλοϊκή, σχεδόν κωμική, για να υποστηρίξει τη δράση.

Πολλά διαφορετικά πρόσωπα με ιδιαίτερες ιδιότητες και ξεχωριστούς λόγους ανταγωνισμού περνούν από την ταινία φλύαρα και χωρίς εξέλιξη και παρασύρονται, μαζί με τον Κίραν Χάιντς, τον Μαρκ Στρονγκ ή τον Ντόμινικ Γουεστ σ’ ένα σύννεφο με μπερδεμένα πρόσωπα και ιστορίες που δε θέλεις να καταβάλεις ενέργεια για να παρακολουθήσεις.

Από την άλλη πλευρά, η πρώτη σκηνοθετική live action δουλειά του Αντριου Στάντον, του σκηνοθέτης του «Wall-E» και του «Finding Nemo» για την Pixar, αποδεικνύει (ξανά, μετά το «MI:4» του Μπραντ Μπερντ), πως το να έχεις τεράστια δημιουργική φαντασία σ’ έναν κόσμο animation και το να μπορείς να χτίσεις μια θεαματική περιπέτεια φαντασίας δεν είναι το ίδιο πράγμα.

Τα ψηφιακά αεροσκάφη είναι, αναμφισβήτητα, το καλύτερο στοιχείο της ταινίας, ο Τέιλορ Κιτς είναι κατάλληλα ωραίος ως τζον-τζον με θεληματικό πιγούνι και κόμη που ανεμίζει, η Λιν Κόλινς είναι διαγαλαξιακή καλλονή, αλλά μ’ ένα budget 250 εκ. δολαρίων, την υποστήριξη της Disney και μια θεϊκή ομάδα συντελεστών, θα περίμενε κανείς κάτι λίγο πιο πρωτότυπο τουλάχιστον.

Το καλό είναι ότι στις στιγμές που βαριέσαι να παρακολουθήσεις αυτή τη σχηματική μάχη του καλού και του κακού, έχεις χρόνο για να συνειδητοποιήσεις ότι το υγρό από τα σάλια, αξιολάτρευτο ιπποποταμο-σκυλάκι το λένε Γούλα, ότι την ατίθαση Μπουρσουμέζα τη λένε… Σόλα και ν’ αναρωτηθείς γιατί όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη Ηλιον δε μιλάνε με πιο λεπτή φωνή. Κι έτσι περνά η ώρα διασκεδάζοντας!