Αμερικανικός Νότος, 1962. Η 22χρονη Σκίτερ επιστρέφει από το κολέγιο, αποφασισμένη να γίνει συγγραφέας, παρά τις αντιδράσεις της μητέρας της, που προτιμά να τη δει παντρεμένη. Σύντομα θα πάρει μια απόφαση, που θα αναστατώσει όχι μόνο τις ζωές των δικών της ανθρώπων, αλλά και ολόκληρη την κωμόπολη Τζάκσον: να πάρει συνεντεύξεις από τις έγχρωμες γυναίκες που αφιέρωσαν τη ζωή τους στη φροντίδα εύπορων οικογενειών της περιοχής. Η πρώτη που ανοίγει την καρδιά της είναι η Ειμπελιν, η υπηρέτρια της καλύτερης φίλης της Σκίτερ, κάτι, που όμως αρχικά θα προκαλέσει τη δυσαρέσκεια της κλειστής τους κοινότητας...

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το ποιος είναι ο ιδανικός θεατής της ταινίας του Τέιτ Τέιλορ. Στην Αμερική, ένα αστικό, μορφωμένο κοινό, συντηρητικό αλλά ανοιχτόμυαλο, στην Αθήνα οι κυρίες που πηγαίνουν σινεμά αποκλειστικά στο «Εμπασυ» του Κολωνακίου, καλοντυμένες, καθώς πρέπει, με ανησυχίες. Το σε ποιους θα αρέσει η ταινία μοιάζει απόλυτα προβλέψιμο, αυτό που δεν μπορείς να φανταστείς όμως, κι ακριβώς το σημείο στο οποίο βρίσκεται η δύναμη της, είναι το πως η γοητεία της , η δεν εξαντλείται στο σίγουρο, βασικό κοινό της.

Ναι «Οι Υπηρέτριες» δεν έχουν τίποτα ριζοσπαστικό, απρόβλεπτο ή καινούριο στον τρόπο που προσωποποιούν το ζήτημα των φυλετικών, πολιτικών, κοινωνικών δικαιωμάτων στον αμερικάνικο νότο του 60, για να σου δώσουν να καταλάβεις πέραν πάσης αμφιβολίας πως θα ήταν η ζωή σου αν όλα όσα θεωρείς αυτονόητα, -η αξιοπρέπεια, η ουσιαστική ελευθερία, η προσωπική περηφάνια-, δεν ίσχυαν πια.

Δεν είναι η πρώτη ταινία που μιλά για το θέμα, δεν θα είναι σίγουρα η τελευταία. Δεν λέει κάτι καινούριο, ούτε με κάποιον απρόβλεπτο τρόπο. Αυτό που κάνει, εκεί που βρίσκεται το μυστικό της, είναι ότι το λέει με την γλώσσα της καρδιάς με την αμεσότητα των συναισθημάτων, την αναγνωσιμότητα της ταύτισης. Με χιούμορ και σπιρτάδα με συγκρατημένη, δίκαιη οργή, με συγκίνηση αλλά όχι μελοδραματισμό.

Και κυρίως, με βασικότερο όπλο της, μια σειρά από γυναικείες ερμηνείες που χτίζουν ανθρώπινα πορτρέτα με βάθος πολύ μεγαλύτερο απ όσο η αφήγηση σου επιτρέπει να ανακαλύψεις, με λεπτομέρειες που αφήνουν να εννοηθεί κάτι περισσότερο από την κατάσταση τους: Η ίδια η φύση τους. Η Βαϊόλα Ντέιβις είναι συγκλονιστική και σπαρακτική, η Οκτάβια Σπένσερ γεμάτη ενέργεια, χιούμορ αλλά και εσωτερική δύναμη, η Μπράις Ντάλας Χάουαρντ μισητά αμετακίνητη στις προκαταλήψεις της, η Τζέσικα Τσαστέιν απολαυστικά εύθραυστη σε έναν ρόλο που αποδεικνύει την γκάμα του ταλέντου της.

Οσο για την σκηνοθεσία του Τέιτ Τέιλορ μπορεί να θυμίζει καλοφτιαγμένη, άρτια , απολαυστική αμερικάνικη τηλεόραση, αλλά οι εποχές που κάτι τέτοιο θα έμοιαζε με μειονέκτημα όπως πολύ καλά γνωρίζετε, έχουν πια περάσει ανεπιστρεπτί. Και το ότι το φιλμ χρησιμοποιεί σαν βασικό αφηγητή, σαν καταλύτη για την κοινωνική συνειδητοποίηση των μαύρων υπηρετριών μια λευκή ηρωίδα, δεν έχει να κάνει με κανενός είδους συγκατάβαση, παρά μόνο με την προέλευση της ματιάς: από την συγγραφέα, τον σκηνοθέτη –και οι δυο μεγαλωμένοι στον νότο-, την πλειοψηφία του καλώς ή κακώς λευκού κοινού στο οποίο απευθύνεται.

Ακόμη κι έτσι όμως το φιλμ δεν πέφτει στην παγίδα της πολιτικής ορθότητας, δεν προσπαθεί να λειάνει όλες τις αιχμές, δεν μιλά μια διπλωματική γλώσσα και ξέρει να αποφεύγει κάθε αδιέξοδο με τρόπο που δεν του αφήνει άλλο περιθώριο από το να είναι ειλικρινές: ακολουθώντας την οδό μιας συναισθηματικής, ενστικτώδους αλήθειας, κρατώντας την ηθική του πυξίδα σταθερή και φέρνοντάς σε αντιμέτωπο με πράγματα που δεν μπορείς να φιλτράρεις με το μυαλό. Την ευφορία του γέλιου, την κάθαρση των δακρύων, την έμφυτη αίσθηση του δικαίου και του καλού. Μπορεί να μην είναι πολλά, αλλά είναι αρκετά.