Δεν είναι τυχαίο ότι ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, ένας από τους μεγάλους θαυμαστές του επτάωρου έπους του Zίμπεμπεργκ, σύστησε την ταινία στο αμερικάνικο κοινό χαρακτηρίζοντάς της ως μια όπερα.

Είναι ίσως ο πιο ιδανικός τρόπος για να περιγράψεις έναν άνευ προηγουμένου οπτικοακουστικό ψηφιδωτό που παίζοντας στη διαπασών, αποτελείται από κάθε πιθανή μορφή κινηματογραφικής αφήγησης μπορεί να σκεφτεί κανείς: κινηματογραφημένο θέατρο, εμβόλιμα ντοκουμένα, αρχειακό φωτογραφικό υλικό, αναπαράσταση ιστορικών γεγονότων, μαριονέτες, μονολόγους, ένα φόρο τιμής στο βωβό σινεμά - μια ολότελα νέα μορφή κινηματογράφου που ανοίγεται σε όλο το εύρος των δυνατοτήτων που προσφέρει το «θέαμα», ακόμη κι αν μιλάμε για ένα χρονολόγιο φρίκης.

Ιδανικά εκφρασμένο από την πιο φανατική θαυμάστρια του φιλμ, Σούζαν Σόνταγκ, η οποία το 1978 έγραψε στο New York Review of Books ένα αποθεωτικό κείμενο χαρακτηρίζοντας τον Ζίμπεμπεργκ τον σημαντικότερο δημιουργό μαζί με τον Γκοντάρ και την ταινία του ως «κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ», το «Χίτλερ: Μια Ιστορία από τη Γερμανία» μιλάει ταυτόχρονα για την τέχνη του 20ου αιώνα (τον κινηματογράφο) και το θέμα του 20ου αιώνα (τον Χίτλερ και το Ναζισμό στην διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου).

Και είναι αλήθεια, αφού ο Ζίμπεμπεργκ δεν ενδιαφέρεται να εξηγήσει τις αιτίες της ανόδου του Ναζισμού ή να καταδικάσει εκ νέου τις αγριότητες του Τρίτου Ράιχ, σίγουρος πως αυτό το έχει καλύψει ήδη η Ιστορία, κομμάτια (ηχητικά και οπτικά) της οποίας χρησιμοποιεί και ο ίδιος αυτούσια και στα τέσσερα μέρη του έργου του.

Αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι η τέχνη της αναπαράστασης, η αντανάκλαση της Γερμανίας έτσι όπως αυτή σκηνοθετήθηκε στη διάρκεια της πιο σκοτεινής σελίδας της ιστορίας της από έναν μανιακό «σκηνοθέτη» που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Χίτλερ, όχι μόνο ως υπαρκτό πρόσωπο αλλά και ως ιδέα, ως ορατός και αόρατος πρωταγωνιστής μιας ολόκληρης εποχής - και που συνεχίζει να ζει ακόμη και μετά το θάνατό του.

Με λιτά μέσα (άλλα όλα στην υπερβολή τους – από τους μακρείς μονολόγους μέχρι τις παράλληλες και ταυτόχρονες αφηγήσεις, τους διαφορετικούς ηθοποιούς που υποδύονται το ίδιο πρόσωπο, τη διακεκομμένη αφήγηση και τα μπρεχτικά σκηνικά στα πλατό των γυρισμάτων) και πολλαπλές αναφορές σε όλη τη γερμανική κουλτούρα (με σημαντικότερες αυτές στον Βάγκνερ στον Γκέτε και στον Τόμας Μαν), ο Ζίμπεμπεργκ ολοκληρώνει στην πραγματικότητα ένα ακατάτακτο φιλμικό πείραμα που λειτουργεί σε δύο άξονες.

Από τη μία εξαντλεί τη θεώρηση του πάνω σε μια Γερμανία που υπήρξε ανέκαθεν σε ένα διαρκές φλερτ με τη θλίψη και τον τρόμο, τοποθετώντας την στο τραγικό κέντρο μιας φρικτής ιστορίας που μυρίζει θάνατο. Και από την άλλη αφηγείται με «μοντέρνο» τρόπο (πεστο και post) την ιστορία του ίδιου του 20ου αιώνα, έτσι όπως αυτό καθορίστηκε ανεξίτηλα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα σημάδια που αυτός άφησε σε κάθε γωνιά του πλανήτη, του ανθρώπινου μυαλού και της μνήμης.

Χωρισμένο σε τέσσερα μέρη (που θεωρητικά λειτουργούν και αυτόνομα, εφόσον έχουν όλα τίτλους αρχής και τέλους), το «Xίτλερ: Μια Ιστορία από τη Γερμανία» ξεκινάει με το «Δισκοπότηρο» που αναφέρεται στην προσωπικότητα του Χίτλερ και το ρόλο της στην προπαγάνδα των Ναζί, συνεχίει με το «Ενα Γερμανικό Ονειρο» που αναφέρεται στην κουλτούρα από την οποία επηρεάστηκαν οι Ναζί, στο «Τέλος ενός Χειμωνιάτικου παραμυθιού» μιλάει για το Ολοκαύτωμα και την ιδεολογία του Χίμλερ και ολοκληρώνεται με το «Εμεις, τα Παιδιά της Κόλασης» για τις συνέπειες του Ναζισμού μετά το τέλος του Πολέμου.

Σε όλη τη διάρκεια του, το έπος του Ζίμπερμπεργκ υποβάλλει τον θεατή ανοίγοντας μπροστά στα μάτια του διάπλατα κάθε πιθανή έκφανση της ιδεολογίας του Ναζισμού, ενώ ταυτόχρονα τον αναγκάζει να δοκιμάσει τα όρια της αντοχής του σε μια «πολύ μεγάλου μήκους» εποποιία θανάτου που η γοητεία της ανάγκασε πολλούς να κατηγορήσουν τον δημιουργό του ότι, ενώ θεωρητικά κατακεραυνώνει τον Χίτλερ, στην ουσία μετατρέπει σε τέχνη τη φιλοσοφία του.

Αναπόφευκτα αμφιλεγόμενο, ωστόσο, και μόνο για τη μεγάλη του, επτάωρη, διάρκεια και την ηθελημένη έλλειψη της όποιας οικονομίας στην αφήγησή του, το «Χίτλερ: Μια Ιστορία από τη Γερμανία» προκαλεί περισσότερο με την εμμονοληπτική και ανακυκλούμενη του κατασκευή που το κάνει ταυτόχρονα επίκαιρο και ξεπερασμένο, ακόμη μοντέρνο αλλά και κλασικό, μια σχεδόν μοναδική περίπτωση hardcore πρωτοπορίας για μια hardcore εκδοχή πάνω στην μικρή αλλά τόσο αποτρόπαια ιστορία αυτού του κόσμου.

[Οι προβολές της ταινίας θα γίνονται καθημερινά και οι θεατές θα μπορούν να επιλέξουν να δουν είτε ολόκληρη την ταινία και στα τέσσερα μέρη της είτε τμηματικά (ένα μέρος κάθε φορά ή δύο-δύο). Ολόκληρη η ταινία θα προβληθεί το Σάββατο 12/4, τη Μ. Τετάρτη 16/4 και τη Μ. Πέμπτη 17/4 (αναλυτικά το πρόγραμμα παρουσιάζεται πιο κάτω). Για ολόκληρη την ταινία το εισιτήριο είναι 7 €, για τα δύο μέρη 5 € και για το ένα μέρος 3 €. Για κρατήσεις θέσεων και για πληροφορίες στα τηλέφωνα : 210-9512.604 & 210-9512.624 / Η προπώληση εισιτηρίων ξεκινάει από Πέμπτη 03/04/14 στο ταμείο του κινηματογράφου [Αλεξάνδρα Νew Star Art Cinema](https://flix.gr/theatres/602) καθημερινά 15:00 – 00:00.]