Χτισμένη το 1884 στο Σαν Χοσέ της Καλιφόρνια, η έπαυλη Winchester κουβαλά τη φήμη του πιο στοιχειωμένου σπιτιού στον κόσμο, κάτι που σήμερα την έχει μετατρέψει σε τουριστική ατραξιόν της περιοχής. Σύμφωνα με τον θρύλο, η ιδιοκτήτριά της, Σάρα Γουίντσεστερ, χήρα και κληρονόμος του Γουίλιαμ Γουίντσεστερ, διάσημου κατασκευαστή όπλων της εποχής και εμπνευστή της ομώνυμης, αυτόματης καραμπίνας, το δημιούργησε ως καταφύγιο ή τόπο περιορισμού των φαντασμάτων όσων έπεσαν θύματα του θανάσιμου όπλου.

Αυτή η δίχως άλλο αξιοπερίεργη και ιντριγκαδόρικη «αληθινή» ιστορία αποτελεί το υλικό για το φιλμ των αδελφών Μάικλ και Πίτερ Σπίριγκ, δημιουργών μεταξύ άλλων της πρόσφατης επανεκκίνησης του κινηματογραφικού franchise του «Saw». Το σενάριό τους χρησιμοποιεί ως οδηγό για να μας εισάγει στον απόκοσμο αυτό λαβύρινθο έναν φανταστικό χαρακτήρα ο οποίος θα εισβάλλει παρείσακτος στο καταραμένο οίκημα για να μας μυήσει στα μυστικά του: έναν γιατρό που κουβαλά τα δικά του φαντάσματα, στον οποίο οι μέτοχοι της εταιρείας θα αναθέσουν την ψυχολογική αξιολόγηση της εκκεντρικής χήρας που μοιάζει να σπαταλά ανεξέλεγκτα την περιουσία της στο σισύφειο έργο μιας αδιάκοπης, δίχως σχέδιο και λογική, επέκτασης και ανακατασκευής του ανοικονόμητου κτιρίου.

Με αφετηρία μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ιδέα, οι αδελφοί Σπίριγκ θέτουν στο επίκεντρο το ζήτημα της οπλοχρησίας ως έναν πολύ υπαρκτό τρόμο τον οποίο ωστόσο αδυνατούν να ενσωματώσουν οργανικά στις μεταφυσικές τους ανησυχίες. Αντ’ αυτού, παρασύρονται σε κάθε πιθανό κλισέ του είδους και της κινηματογραφικής μυθολογίας των στοιχειωμένων σπιτιών, επιστρατεύοντας δίχως φειδώ απότομα ξαφνιάσματα, αντικείμενα που κινούνται από μόνα τους και αποκρουστικές φασματικές παρουσίες, εκεί όπου ο υπαινικτικός τρόμος θα αποτελούσε σαφέστατα μια πιο αποτελεσματική τακτική.

Οι εκκωφαντικές τους πρακτικές αποδυναμώνουν ακόμα και το πιο δυνατό τους χαρτί στην κατάκτηση του πολυπόθητου σασπένς: την ίδια την πρωταγωνιστική παρουσία του δαιδαλώδους οικοδομήματος, που φαντάζει εν τέλει με αναξιοποίητο σκηνικό εύρημα δευτερεύουσας σημασίας. Ευτυχώς, η πάντοτε αξιόπιστη Ελεν Μίρεν δανείζει λίγο από το κύρος της στα τεκταινόμενα, ακόμα κι εκείνη όμως δεν μπορεί να κάνει και πολλά με έναν χαρακτήρα τον οποίο η ταινία σύντομα υποβιβάζει σε μια σειρά από υπερβολικά επεξηγηματικές διαλογικές σκηνές, αντί να εκμεταλλευτεί πλήρως την αμφισβητήσιμη πνευματική της ισορροπία: είναι τα φαντάσματα που την κατατρέχουν αληθινά ή αποκυήματα μιας εύθραυστης ψυχικής κατάστασης καταδυναστευμένης από τις ενοχές;

Δυστυχώς, όμως, φαίνεται πως η διατήρηση της αμφιβολίας δεν θα επέτρεπε στους αρχιτέκτονες του κινηματογραφικού «Winchester» να ξεσαλώσουν με το δικό τους οπλοστάσιο από φτηνά τρομολαγνικά τρικ, οδηγώντας τους αναπόφευκτα στην εύκολη λύση και ισοπεδώνοντας κάθε προοπτική για ένα έξυπνο μοντέρνο φιλμ τρόμου.