Γεννημένος στο Ιρακινό Κουρδιστάν, από το οποίο αναγκάστηκε να φύγει σε ηλικία 17 ετών για να ζήσει εξόριστος πρώτα στην Ιταλία και μετά στη Γαλλία, ο Χινέρ Σαλίμ βρήκε στην κινηματογραφική τέχνη όχι μόνο την πραγματική του πατρίδα, αλλά κι έναν τρόπο να ξορκίσει δημιουργικά τα προσωπικά του βιώματα ως ανέστιος νομάς μέσα από ταινίες οι οποίες, ενώ πειραματίζονται με τα είδη, έχουν όλες ως κοινό παρονομαστή ένα βαθύ παράπονο για τα βάσανα του κουρδικού λαού πίσω από το λυρισμό και το υποδόριο χιούμορ τους.

Το «Ποιος Σκότωσε τη Λαίδη Γουίνσλεϊ;» δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, αφού πίσω από το αστυνομικό μυστήριο και την απάντηση στο ερώτημα του τίτλου, ο Σαλίμ βρίσκει για άλλη μια φορά την ευκαιρία να μπολιάσει τα κινηματογραφικά είδη που καλείται να υπηρετήσει με τις θεματικές που διατρέχουν το σύνολο της φιλμογραφίας του. Το αποτέλεσμα είναι άνισο, γοητευτικό κι αταξινόμητο, μια ιδιόμορφη και πρωτότυπη άσκηση ύφους πάνω στα έργα της Αγκάθα Κρίστι, μέσα από την οποία ο σκηνοθέτης προσπαθεί να αναδείξει, όχι πάντα επιτυχημένα, το αντιφατικό πρόσωπο της σύγχρονης Τουρκίας.

Η Λάιδη Γουίνσλεϊ του τίτλου, Αμερικανίδα συγγραφέας, δημοσιογράφος και πρώην ανταποκρίτρια των New York Times στην Τουρκία, μια χώρα την οποία “αγάπησε για όλες τις ενδογενείς αντιθέσεις της”, βρίσκεται δολοφονημένη στη βίλα που είχε νοικιάσει στο νησί της Πριγκήπου, το οποίο έδωσε το όνομα του στη συστάδα των νησιών της Προποντίδας νότια της Κωνσταντινούπολης. Την εξιχνίαση της δολοφονίας αναλαμβάνει ο διάσημος επιθεωρητής Φεργκάν, ο οποίος καταφτάνει από την Πόλη στο νησί κι έρχεται αντιμέτωπος με την έχθρα, τη στενομυαλιά και την καχυποψία των κατοίκων, οι οποίοι μοιάζουν να ζουν σε μια άλλη εποχή. Η συμπεριφορά τους καθορίζεται ακόμα από πατροπαράδοτους άγραφους κανόνες, βαθιά κρυμμένα οικογενειακά μυστικά και πάθη που δε θα αργήσουν να βγουν στην επιφάνεια.

Η μεθοδικότητα της έρευνας και το αλάθητο ένστικτο του επιθεωρητή θα τον οδηγήσουν στην ανακάλυψη ότι η Λαίδη Γουίνσλεϊ έγραφε πριν τον πυροβολισμό της ένα βιβλίο για μια παλαιότερη δολοφονία στο νησί, εκείνη ενός νεαρού Κούρδου ποιητή, ο οποίος έγραψε πολιτικά ποιήματα στη μητρική του γλώσσα και προσπαθούσε έκτοτε να κρύψει την καταγωγή του, το χειρόγραφο, όμως, στο οποίο ο επιθεωρητής ψυχανεμίζεται ότι κατονομάζεται ο δράστης εκείνης της δολοφονίας έχει μυστηριωδώς χαθεί. Κι όσο ο Φεργκάν προσπαθεί να εντοπίσει τη σύνδεση των δύο εγκλημάτων και τον ένοχο ανάμεσα στους απρόθυμους να βοηθήσουν κατοίκους, μια νέα αποκάλυψη για τη δική του καταγωγή θα δυναμιτίσει ακόμα περισσότερο την κατάσταση και θα καταδείξει ότι το φυλετικό μίσος στη χώρα καλά κρατεί.

Ο Σαλίμ στήνει από την αρχή το σκηνικό του αστυνομικού μυστηρίου, προσθέτοντας όλα τα (αρχε)τυπικά συστατικά του: ένας μυστηριώδης φόνος, ο λιγομίλητος και στωικός επιθεωρητής που καλείται να τον εξιχνιάσει κι ένας αποκομμένος μικρόκοσμος, στον οποίο όλοι μοιάζουν λίγο ως πολύ ύποπτοι, καθώς όλοι είχαν σχέσεις με το θύμα κι ο καθένας κρύβει τα δικά του μυστικά. Στο απροσδιόριστα αχρονικό τοπίο, όμως, των Πριγκηπονήσων, με τις άδειες και ερειπωμένες κατά τους χειμερινούς μήνες νεοκλασικές επαύλεις και τους λίγους εναπομείναντες κατοίκους, όλους μακρινούς ή κοντινούς συγγενείς μεταξύ τους, η ταινία παίρνει σταδιακά μια απόκοσμη διάσταση, η οποία ενισχύεται από το offbeat χιούμορ, τον υφέρποντα σουρεαλισμό των καταστάσεων και μια καυστική ειρωνική ματιά πάνω στα ήθη και τα έθιμα μιας χώρας που ζει ακόμα σε ένα αβέβαιο και μανιχαϊστικό παρόν ανάμεσα στην πρόοδο και στην οπισθοδρόμηση.

Ο φόνος είναι απλώς η αφορμή, ένα σεναριακό MacGuffin, προκειμένου ο Σαλίμ να ξεδιπλώσει τον προβληματισμό του για την τοξική πατριαρχία και την καταπίεση των γυναικών και των μειονοτήτων, κυρίως όμως να μιλήσει για το δικό του, προσωπικό δράμα, εκείνο της αναζήτησης ενός σπιτικού και μιας πατρίδας. «Η εξορία ξεριζώνει τα πάντα εκτός από τις ρίζες» θα πει η μητέρα του Φεργκάν στα μισά της ταινίας και αυτή η γλυκόπικρη αίσθηση του να θες να ανήκεις κάπου, αλλά να μην ανήκεις πουθενά θα διαποτίσει όλη τη διαδρομή των ηρώων προς την αλήθεια, αλλά και θα σώσει τελικά το εγχείρημα του Σαλίμ, που καταφέρνει στο τέλος με ποιητικό και σχεδόν μεταφυσικό τρόπο όχι μόνο να υπερκεράσει τα εμπόδια του ασταθούς και κατακερματισμένου αφηγηματικού ρυθμού και της εναρμόνισης των ετερόκλιτων ειδών που προσπαθεί να χωρέσει σε ενενήντα μόλις λεπτά, αλλά και να καταλήξει σε ένα αναμφίβολα γοητευτικό αποτέλεσμα παρά τα όποια ελαττώματά του, ή μάλλον ακριβώς εξαιτίας αυτών.