Τουλούζ, 27 Φεβρουαρίου 2000. Η Σουζάν Βιγκέ, μία 38χρονη γυναίκα, μητέρα τριών παιδιών, εξαφανίζεται. Παρόλο που δεν συγκεντρώνονται επαρκή στοιχεία (δόλος, τρόπος, αλλά ούτε το ίδιο το πτώμα βρέθηκε ποτέ) η Πολιτεία κατηγορεί το σύζυγό της, Ζακ Βιγκέ, για τη δολοφονία της συζύγου του. Εννέα χρόνια μετά τον δικάζει, αλλά εκείνος απαλλάσσεται. Η Πολιτεία ασκεί έφεση και όλοι ετοιμάζονται για τη δεύτερη δίκιη. Τότε συναντάμε τη Νόρα, μία μεσήλικη σεφ και χωρισμένη μητέρα ενός μικρού αγοριού, η οποία έχει πάθει εμμονή με την υπόθεση. Πεπεισμένη ότι ο Βιγκέ είναι αθώος, θα κάνει τα πάντα (ως ερασιτέχνης ντετέκτιβ) για να βοηθήσει τον δικηγόρο του να τον απαλλάξει από τις κατηγορίες. Σε αυτή της την προσπάθεια, η Νόρα θα παραβιάσει όρια, θα βάλει σε δεύτερη μοίρα την οικογένειά της, αλλά και τη σωματική της ακεραιότητα.

Βασισμένος σε αυτή την αληθινή ιστορία που συγκλόνισε τη Γαλλία, ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης Αντουάν Ρεμπό συνυπογράφει το σενάριο και σκηνοθετεί ένα δικαστικό θρίλερ, όπου η κεντρική ηρωίδα δεν έχει τίποτα να κερδίσει ή να χάσει με την έκβαση της ιστορίας. Για εκείνην μοιάζει να είναι ζήτημα ηθικής τάξης. Και ίσως το τελευταίο της στήριγμα ότι δεν ζούμε σ' έναν εντελώς άδικο κόσμο.

Ο Ρεμπό την κατασκευάζει. Η «Νόρα» δεν υπήρξε ποτέ. Ομως εκείνη κουβαλά τη δραματουργία, σε εκείνην ανήκει ο κεντρικός προβολέας, αλλά κι ο τίτλος της ταινίας. Γιατί; Γιατί νοιάζεται τόσο; Είναι σύμβολο; Είναι ο μέσος άνθρωπος που, σε μια εποχή πλήρους αδιαφορίας κι αποξένωσης, κάνει μια μικρή επανάσταση κι ενδιαφέρεται για τον γείτονα, για την αλήθεια, για τη δικαιοσύνη; Ο Ρεμπό δεν εξηγεί ποτέ.

Ο Ρεμπό, γενικότερα, δεν εξηγεί τίποτα. Βουτά το θεατή στην καρδιά των στοιχείων, σκηνοθετώντας την (πάντα εξαιρετκή) πρωταγωνίστρια Μαρίνα Φόι σε μία φρενίτιδα συλλογής πληροφοριών, παράθεσης ονομάτων, αντίστιξης γεγονότων. Δίπλα της, ο Ολιβιέ Γκουρμέ ερμηνεύει τον πιο κυνικό, στεγνό δικηγόρο υπεράσπισης, ο οποίος έχει διαβρωθεί από το σύστημα, δεν παθιάζεται, δεν επενδύει σε καμία έκβαση, δεν ενδιαφέρεται.

Οι προθέσεις είναι οι καλύτερες και η πραγματκή υπόθεση ενδιαφέρουσα, όμως στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ρεμπό δεν διαφαίνεται μόνο η δική του απειρία. Αλλά κι απειρία του γαλλικού σινεμά στο δικαστικό δράμα - ένα είδος που, μοιραία, έχει διαπρέψει στον αντίστοιχο αμερικανικό κινηματογράφο. Οι Αμερικάνοι, αν κάτι ξέρουν να κάνουν, είναι ξεκάθαρη δομή - αρχή, μέση και τέλος. Εδώ ο Ρεμπό παρασύρεται από τη -σήμα-κατατεθέν- γαλλική φλυαρία και τελικά δεν λέει τίποτα. Ενώ δημιουργεί ένταση και ρυθμό, δεν έχει ένα σενάριο που να εξηγεί ή να δικαιολογεί τα γεγονότα, ώστε ο θεατής να είναι στην ίδια σελίδα, να συμμετέχει, να αγωνιά, να είναι στην άκρη της καρέκλας του με κάθε ανατροπή.

Παρόλο που ο Χίτσκοκ αναφέρεται τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας, ο Ρεμπό δεν είναι Χίτσκοκ. Ο Χίτσκοκ εξηγούσε και στήριζε τα πάντα στο τέλος κάθε ταινίας του. Ολα τα κομμάτια του παζλ κούμπωναν και μαζί τους και η κινηματογραφική δικαίωση και απόλαυση.

Το πτώμα της Σουζάν Βιγκέ δεν βρέθηκε ποτέ, διαβάζουμε στους τίτλους τέλους. Ούτε και ποια είναι η Νόρα και γιατί τα έκανε όλα αυτά, θα συμπληρώναμε εμείς.