Σε μία από τις παράδοξες συναντήσεις του, σε αυτό το άτυπο ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων, ο Σαμ θα συναντήσει ένα συνθέτη που ευθύνεται για τα μεγαλύτερα ποπ χιτς όλων των εποχών - από το «Smells Like Teen Spirit» των Nirvana μέχρι το «I Want to Know What Love Is» των Foreigner. Αρκετή ώρα πριν, στο διαμερισμά του, θα μας αποκαλύψει πως το αυτόγραφο του Κερτ Κομπέιν που έχει πάνω από το κρεβάτι του είναι στην πραγματικότητα της κόρης του αυτόχειρα ηγέτη των Nirvana. .

Αυτή είναι η όχι και τόσο λεπτή γραμμή ανάμεσα στην πραγματικότητα, την φαντασία και την ποπ κουλτούρα που διατρέχει όλο το «Under the Sliver Lake», την τρίτη ταινία του Ντέιβιντ Ρόμπερτ Μίτσελ που έρχεται μετά το θρίαμβο του «Σε Ακολουθεί» ως η αναπόφευκτη «θα φας τα μούτρα σου μικρέ» φιλόδοξη ταινία ενός νέου δημιουργού που αναπνέει απροκάλυπτα τον αέρα ενός πιο εφηβικού (και σαφώς πιο ανώδυνου) «Mullholand Dr.» και χωράει μέσα του ό,τι μπορεί και δεν μπορεί να φανταστεί κανείς: από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ μέχρι τον Νίκολας Ρέι, από άστεγους βασιλιάδες μέχρι εξαφανισμένους μεγιστάνες, από call girls και κωδικοποιημένες γλώσσες, σέκτες που ευαγγελίζονται την ανάσταση νεκρών, κατακόμβες που δεν οδηγούν πουθενά και συλλεκτικά Playboy περιοδικά.

Ο Σαμ ζει σε ένα συγκρότημα κατοικιών στο Λος Αντζελες. Χρωστάει ενοίκια πέντε μηνών, αλλά δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για την επικείμενη έξωση που θα του γίνει. Γενικά δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για τίποτα, εκτός από το να παρατηρεί τις γειτόνισσές του με τα κυάλια του από το μπαλκόνι του. Η εμφάνιση μιας νέας, ξανθιάς, όμορφης κοπέλας θα τον κινητοποιήσει, μέχρι που αυτή θα εξαφανιστεί όσο απότομα εμφανίστηκε. Ο Σαμ θα αναλάβει χρέη ντετέκτιβ προκειμένου να τη βρει, αλλά γρήγορα η έρευνα του θα γίνει μια υπαρξιακή διαδρομή που θα τον οδηγήσει βαθιά σε μια άγνωστη, σκοτεινή χώρα που μοιάζει να κρύβεται κάτω από τη φαινομενικά ηλιολουσμένη επιφάνεια της Πόλης των Αγγέλων.

Το φιλμ του Ντέιβιντ Ρόμπερτ Μϊτσελ μοιάζει με ένα mixtape που θα έφτιαχνε ένας νεαρός slacker που αγαπάει τη ροκ, τα κόμικς, τα γρήγορα αυτοκίνητα, τις παλιές ταινίες του Χόλιγουντ και τα όμορφα κορίτσια. Και εκτός του ότι δείχνει έτσι, ακούγεται και κάπως έτσι, αφού η μουσική του Disasterpiece (το καλλιτεχνικό όνομα του Ρίτσαρντ Βρέελαντ) παίζει συνέχεια, σαν όλο το «Under the Silver Lake» να είναι ένα μελόδραμα των 50s που διακτινίστηκε στο σύμπαν ενός millenial και ψάχνει σινεμασκόπ χώρο για να παίζει σε repeat με την ένταση ανεβασμένη.

Με ενδιάμεσες στάσεις στο πνεύμα των 70s - εδώ βοηθάει η διαφάνη φωτογραφία του Μάικ Γιουλάκις, συνεργάτη του Μίτσελ και στο «Σε Ακολουθεί» - το «Under the Silver Lake» θα ήθελε (και σε στιγμές το καταφέρνει σε τέλειες δόσεις) να λειτουργεί ως ένα παραισθησιογόνο τριπάκι ενηλικίωσης των geeks αυτού του κόσμου. Παρά τα πραγματικά αλλόκοτα πράγματα που συμβαίνουν στον Σαμ σε όλη την χαλαρά μονταρισμένη διαδρομή των δυόμιση περίπου ωρών που διαρκεί το φιλμ, το «Under the Silver Lake» μοιάζει λιγότερο εξωφρενικό και περισσότερο βαρυφορτωμένο, σε μια διαρκή διάθεση να πει ακόμη περισσότερα πράγματα και να απλώσει ακόμη περισσότερες ιδέες σε ένα καμβά που δεν έχει πια άλλο χώρο ελεύθερο.

Παραμένει όμως - ακόμη και μέσα στην ημιαποτυχημένη του υπέρμετρη φιλοδοξία - διαρκώς ενθουσιώδες, κυρίως εδώ λόγω της υπέροχης ερμηνείας του Αντριου Γκάρφιλντ που υποδύεται σωματικά το (καυλωμένο) αγόρι της διπλανής πόρτας που ορίζει το ίδιο ποια θα είναι τα υλικά της δικής του μεγάλης περιπέτειας. Σε έναν τέλειο κύκλο που θα τον βρει από παρατηρητή της ζωής των άλλων να έχει κοιτάξει κατάματα για πρώτη φορά τη δική του ζωή, το «Under the Silver Lake» είναι σαφές ότι συμβαίνει πρωτίστως στο μυαλό του Σαμ, πράγμα που υπό συνθήκες θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αμετροπέπεια στις αναφορές στην ποπ κουλτούρα και τις επαναλαμβανόμενες παραδοξότητες που αντί να ενισχύουν την ατμόσφαιρα του ονείρου/εφιάλτη, σε ξυπνάνε απότομα στην πραγματικότητα μιας μικρότερης από αυτό που θα ήθελε να είναι ταινίας.