Δε θέλει πολύ για να καταλάβεις ότι η Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι κάνει ταινίες προσωπικές, όπου εκτονώνει τις δικές της – και πολλών συνομήλικών της γυναικών – ανασφάλειες, αγωνίες, αδιέξοδα, λάθος επιλογές, άγχος με το χρόνο, συμπληρώστε τα κενά. Δε χρειάζεται καν να συνειδητοποιήσεις ότι η όμορφη κυρία που παίζει τη μητέρα της είναι εκείνη πραγματικά, η Μαρίσα Μπρούνι Τεντέσκι, τέως Πρώτη Πεθερά της Γαλλίας, ή ότι ο Λουί Γκαρέλ που υποδύεται το ερωτικό της ενδιαφέρον, ήταν, στη διάρκεια των γυρισμάτων, ο σύντροφός της στη ζωή. Αυτά είναι χαριτωμένα κινηματογραφικά παραλειπόμενα που δεν καθορίζουν την ταινία.

Η Λουίζ είναι η κόρη μιας εύπορης οικογένειας Ιταλών βιομηχάνων: ο πατέρας έχει πεθάνει, ο γιος πάσχει από AIDS και η μητέρα, προσπαθώντας ν’ ανταποκριθεί στις πρακτικές απαιτήσεις της ζωής, βγάζει σιγά - σιγά στο σφυρί τα πολύτιμα αντικείμενα του πύργου τους στην ιταλική εξοχή. Η Λουίζ έχει υπάρξει ηθοποιός αλλά τώρα δε δουλεύει, ζει στο όμορφο διαμέρισμά της στο Παρίσι μ’ έναν οικονόμο και νιώθει να τη σκιάζει το σύννεφο του ότι είναι ήδη 43 χρόνων και δεν έχει κάνει παιδιά, δεν έχει καριέρα και είναι single. Σ’ αυτή τη φάση της ζωής της κι ενώ ο πολυαγαπημένος της αδελφός οδεύει προς το τέλος, η Λουίζ γνωρίζει τον νεώτερό της Νατάν κι ερωτεύεται παρορμητικά και ανεπιστρεπτί.

Η πλοκή της ταινίας διαβάζεται σαν ιστορία όμορφη, κοριτσίστικη, επίκαιρη, ευαίσθητη, ειδικά για το γυναικείο κοινό. Είναι μάλιστα κινηματογραφημένη σε ατμοσφαιρικά αστικά τοπία ή στην εξοχή, μέσα σε κομψά μεγαλοαστικά σπίτια, με μια ζηλευτή ξεγνοιασιά. Ομως ο τρόπος με τον οποίο η Τεντέσκι επιλέγει να εκφράσει τους προβληματισμούς της είναι αντίστοιχος με τις νευρώσεις της: πηγαίνοντας για το «γουντιαλενικό» σινεμά, καταλήγει να τρέχει πέρα δώθε, να φωνάζει, να κλαίει, να κάνει γκάφες και να σκοντάφτει σε επίπεδα slapstick και, γενικώς, να παρασύρεται από μια υπερβολή, στο σενάριο (γραμμένο μαζί με τις Νοεμί Λβοφσκί και Ανιές ντε Σασί) και στην ερμηνεία της, που δυστυχώς δίνει τροφή στον άδικο ορισμό της «γυναικείας υστερίας», ή του «γυναικείου σινεμά» με την υποτιμητική χροιά του. Αν κάτι είναι πραγματικά σοφά επιλεγμένο στην ταινία είναι το λυρικό φινάλε της, αλλά έρχεται πολύ αργά για ν’ αλλάξει την αίσθηση της κούρασης και του εκνευρισμού.