Εχοντας μεγαλώσει ορφανή και μέσα στη φτώχεια, η γκουβερνάντα Τζέιν Εϊρ βρίσκει τον έρωτα στο πρόσωπο του κυρίου Ρότσεστερ, ιδιοκτήτη του απομονωμένου και επιβλητικού σπιτιού στο οποίο εργάζεται. Ομως τίποτα στους άγριους βάλτους του Θόρνφιλντ δεν είναι αυτό που φαίνεται, καθώς ο Ρότσεστερ προσπαθεί να κρύψει σκοτεινά μυστικά και προδοσίες. Eτσι η Τζέιν πρέπει να επιστρατεύσει όλη την υπομονή, το θάρρος και τη βαθιά αφοσίωσή της, προκειμένου οι δύο αυτοί άνθρωποι να βρουν την ευτυχία.

Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να μεταφέρεις στη μεγάλη οθόνη το «τεράστιο» από κάθε άποψη λογοτεχνικό αριστούργημα της Σαρλότ Μπροντέ. Να βυθιστείς στον γοτθικό ρομαντισμό του, να νιώσεις στο πετσί σου την υποδόρροια μελαγχολία του, να αφεθείς ελεύθερος στον παλλόμενο αισθησιασμό του, να κατανοήσεις το πρώιμο μανιφέστο που επιχειρεί υπέρ του φεμινισμού. Και μετά να ξέχάσεις όλα τα παραπάνω για να αναμετρηθείς όχι με την Ιστορία αλλά με την ιστορία του: έναν έρωτα τόσο μεγάλο που μπορεί να χώρεσε στις σελίδες ενός βιβλίου αλλά κανείς δεν μπορεί να σου εγγυηθεί ότι θα συμβεί το ίδιο και στο σινεμά.

Ο ταλαντούχος Κάρι Φουκουνάγκα (θυμηθείτε, και αν δεν έχετε δει ανακαλύψτε το «Χωρίς Ονομα / Sin Nombre») αποδεικνύεται μάλλον περισότερο έξυπνος, παρά ικανός. Απομονώνει τον χαρακτήρα της Τζέιν Εϊρ, μεταμορφώνοντας τον ταυτόχρονα σε αυτό που είναι στην πραγματικότητα: μια αληθινή ηρωίδα και ταυτόχρονα ένα σύμβολο. Και στη συνέχεια αφηγείται την ιστορία ενός κοριτσιού και της σχεδόν μεταφυσικής ενηλικίωσης της. Δεν είναι τυχαίο πως σε όποιο περιβάλλον και αν βρίσκεται (στην αγριότητα της υπαίθρου, στο παγωμένο εσωτερικό του σπιτιού του Ρότσεστερ, στο αγρόκτημα του ιερέα Τζον Ρίβερς), η Τζέιν είναι μια γυναίκα μόνη, μια περιπλανώμενη ψυχή που αναζητά καταφύγιο στην αγάπη, ένα πλάσμα καταδικασμένο από τη δική του ατίθαση φύση να μετακινείται συνεχώς προκειμένου να επιβιώσει.

Σε αυτήν την εκδοχή του μυθιστορήματος της Μπροντέ, η Τζέιν Εϊρ είναι κάτι περισσότερο από πρωταγωνίστρια. Είναι ο (ηθελημένα;) μόνος ολοκληρωμένος χαρακτήρας του φιλμ. Μπορεί ο Μάικλ Φασμπέντερ να αποδεικνύει ακόμη μια φορά το πολυσχιδές ταλέντο του, αλλά στον Ρότσεστερ του δεν θα ανακαλύψετε παρά ψήγματα από τον μεγαλειώδη εγκλωβισμένο στα φαντάσματα του παρελθόντος αντρικού ήρωα που γεννήθηκε στο μυαλό της Μπροντέ. Μπορεί η Τζούντι Ντεντς να υπήρξε όχι απλά η καλύτερη αλλά και η μόνη επιλογή για το ρόλο της Μις Φέρφαξ, αλλά δεν θα βρείτε ούτε μια σκηνή που να δείχνει πως η μεγάλη βρετανίδα ηθοποιός κάνει κάτι περισσότερο από το να εκτελεί άψογα τις γραμμές του σεναρίου. Μπορεί ο Τζέιμι Μπελ να διαθέτει την κυνική αθωότητα που απαιτεί ο ρόλος του ιερέα Τζον Ρίβερς, αλλά γρήγορα θα αποδειχθεί λίγος στο δικό του κομμάτι της ιστορίας που έτσι κι αλλιώς ο Φουκουνάγκα σκηνοθετεί διεκπεραιωτικά.

Ολόκληρο το οικοδόμημα του Φουκουνάγκα υπάρχει για να υπηρετήσει μια και μόνο αξία. Την ίσως καλύτερη Τζέιν Εϊρ της κινηματογραφικής ιστορίας στο πρόσωπο της Μια Γουασικόφσκα. Περισσότερο και από την Τζόαν Φοντέιν στην ανώτερη κινηματογραφικά «Τζέιν Εϊρ» του Ρόμπερτ Στίβενσον από το 1948, η Γουασικόφσκα φέρνει τον χαρακτήρα της Εϊρ στη διάσταση μιας μοντέρνας γυναίκας εγκλωβισμένης μέσα σε ένα περιβάλλον που αρνείται πεισματικά να ανοίξει το βλέμμα του στην αλλαγή. Ακριβώς δηλαδή ό,τι οραματίστηκε η Μπροντέ δημιουργώντας την διαχρονικά σύγχρονη ηρωίδα της το 1847.

Λιτή, απέριττη, εύθραυστη, σίγουρη για τον εαυτό της, ταυτόχρονα παρούσα και απούσα μέσα στις σκηνές της, στο όριο ενός νατουραλισμού που δύσκολα μπορεί να πετύχει ακόμη και ηθοποιός μεγάλου διαμετρήματος, η Μία Γουασικόφσκα δεν λείπει σχεδόν από κανένα πλάνο. Προσφέροντας και μόνο με την ύπαρξη της το πάθος που φοβάται να ελευθερώσει ο Φουκουνάγκα, το βάρος που δεν έχουν οι δευτερεύοντες χαρακτήρες και την τελική εντύπωση σε ένα φιλμ σε άλλη περίπτωση θα είχες προσπεράσει ως ακόμη μια αξιοπρεπή παραγωγή του BBC πάνω σε ένα θρύλο της βρετανικής λογοτεχνίας.