Η Μαριόν έχει πια εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη, όπου ζει με το σύντροφό της Μίνγκους, τα δύο τους παιδιά που έχουν αποκτήσει από προηγούμενες σχέσεις τους, και μια γάτα. Το ζευγάρι περνάει τη φάση του έρωτά του. Η Μαριόν όμως προετοιμάζει την έκθεση φωτογραφίας της, και ο πατέρας της, Ζανό, η αδελφή της, Ροζ, και ο νέος της φίλος της, Μανού, o οποίος είναι και ο πρώην φίλος της Μαριόν, έρχονται στη Νέα Υόρκη για τα εγκαίνια.

Συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε με το σκηνοθετικό της ντεμπούτο - «2 Μέρες στο Παρίσι» το 2007 - η Ζιλί Ντελπί αντιστρέφει την αμερικάνικη έφοδο στη Γαλλία και συνεχίζει την εξερεύνηση των ανθρώπινων σχέσεων φέρνοντας τους Γάλλους στη Νέα Υόρκη.

Αυτό είναι και το κεντρικό... αστείο του «Δύο Ημέρες στη Νέα Υόρκη», γύρω από το οποίο η Ντελπί γράφει, σκηνοθετεί και υποδύεται μια γυναίκα χωρισμένη ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς, δύο οικογένειες και δύο προσωπικότητες: αυτήν μιας καλλιτέχνιδος που πρέπει να παίξει με τους όρους του κυκλώματος της Τέχνης και μιας μητέρας και συζύγου που προσπαθεί να βρει το έργο τέχνης γύρω από μια παρανοϊκή καθημερινότητα.

Εχοντας πλέον μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, η Μαριόν ζει με τον Μίνγκους και τα δυό τους παιδιά (την κόρη του από προηγούμενο γάμο και τον γιο της από τη σχέση της με τον Ανταμ Γκόλντμπεργκ στην πρώτη ταινία). Ενόψει των εγκαινίων της έκθεσής της, στο μικρό διαμέρισμά τους στο Μανχάταν θα εισβάλλει η οικογένειά της: ο πληθωρικός πατέρας της, η διαταραγμένη αδερφή της και ο μονίμως high φίλος της, έτοιμοι όλοι να δώσουν τη χαριστική βολή στην όχι και τόσο οικογενειακή της ηρεμία.

Αν υπάρχει κάτι που κάνει το «Δύο Ημέρες στη Νέα Υόρκη» γοητευτικό είναι το χάος που καταφέρνει να δημιουργήσει η Ντελπί, ακροβατώντας με επιτυχία ανάμεσα στην κωμωδία, το ελαφρύ μπουλβάρ και τη γουντιαλενική παράδοση, μπλέκοντας τα αμερικάνικα με τα γαλλικά και το χολιγουντιανό παραμύθι με το αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά.

Ενορχηστρώνοντας χαριτωμένες σεκάνς όπου όλα πηγαίνουν στραβά, η Ντελπί σατιρίζει το αμερικάνικο όνειρο, ρίχνει μια γερή κλωτσιά στην γαλλική κουλτούρα, βρίσκει χώρο για να τιμήσει τον πατέρα της (ο οποίος πρωταγωνιστεί ως ο πατέρας της στο φιλμ) και το θάνατο της μητέρας της, δίνει στον Κρις Ροκ τον καλύτερο – με διαφορά – ρόλο της καριέρας του, συνομιλά μέσω του χαρακτήρα του Μίνγκους στον Μπαράκ Ομπάμα και καταλήγει να πουλήσει τη ψυχή της στο διάβολο (κυριολεκτικά...) προκειμένου να κατανοήσει τα βαθύτερα μυστικά της τέχνης του να είσαι ευτυχισμένος.

Καλύτερο και πιο αστείο στο πρώτο μέρος και ασθενικό και επαναλαμβανόμενο όσο οδεύει προς το φινάλε του, το «Δύο Ημέρες στη Νέα Υόρκη» δεν είναι ωστόσο το απαύγασμα της σεναριακής δεινότητας της Ντελπί (αυτή βρίσκεται για πάντα φυλαγμένη στην τριλογία του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ) και είναι στιγμές που η υπερ-προσπάθεια της να σχολιάσει τα πάντα και τους πάντες, φορτώνει αδικαιολόγητα μια μικρή ταινία που δεν διαθέτει το εύρος για να είναι ταυτόχρονα και μια post rom com και ένα φεμινιστικό μανιφέστο και μια ωδή στον Γούντι Αλεν και το τέλος της γαλλικής κουλτούρας όπως (δεν) την γνωρίζαμε.

Μέσα στη νευρωτική του υστερία - που σε στιγμές μπορεί να σε οδηγήσει σε πονοκέφαλο - παραμένει, ωστόσο, μια χορταστική κλεφτή ματιά στη ζωή μιας γυναίκας που πιστεύει ότι μπορεί να κάνει το σωστό, ακόμη και όταν ως δημιουργός χρειάζεται ακόμη πολύ δρόμο πριν βρει τις σωστές ισορροπίες ανάμεσα στο ευρωπαϊκό και αμερικάνικο ταμπεραμέντο της.