Λίγο πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2004 στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο βραβευμένος παρουσιαστής ειδήσεων του δικτύου CBS, Νταν Ράδερ και η δημοσιογράφος και παραγωγός της εκπομπής «60 Minutes», Μαίρη Μέιπς φέρνουν στο φως ένα σκάνδαλο που τάραξε την ηρεμία του Λευκού Οίκου. Το γνωστό «Rathergate», που αποκάλυπτε την προσπάθεια του πρόεδρου των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους να αποφύγει τη στρατολόγηση από την Εθνική Φρουρά για ένα έτος κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ. Η αποκάλυψη αυτή έμελλε να στοιχίσει στους δύο δημοσιογράφους την καριέρα τους και να επισύρει την απόλυσή τους, καθώς όπως διαπιστώθηκε τα έγγραφα που είχαν στη διάθεσή τους ως αποδεικτικά στοιχεία κατά του προέδρου δεν ήταν γνήσια…

Αν θα μπορούσες να βγάλεις ένα εύκολο, «βιαστικό» συμπέρασμα από την ταινία του Τζέιμς Βάντερμπιλτ, πιθανότατα, αυτό θα ήταν κάτι σαν «στην ζωή όπως και στο σινεμά, δεν υπάρχουν “λεπτομέρειες”». Ενας εκθέτης σε ένα κείμενο μπορεί να γκρεμίσει μια καριέρα, μερικά βλέμματα, ο υπόκωφος τρόπος που μια ηθοποιός συσσωρεύει την ένταση, μπορεί να χτίσει μια ταινία.

Κι αυτή εδώ η ταινία, ανήκει στην Κέιτ Μπλάνσετ. Βλέποντάς την να υποδύεται την Μέρι Μέιπς, με την σιγουριά μιας ηθοποιού που είναι πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από το υλικό που έχει να υπηρετήσει, αναρωτιέσαι αν η αληθινή Μέιπς θα νιώθει πλέον την ανάγκη πλέον να μοιάσει λίγο περισσότερο στην Μπλάνσετ στην καθημερινότητά της.

Ομως εδώ το ζητούμενο δεν είναι η αληθοφάνεια ή η ομοιότητα με έναν χαρακτήρα. Αντίθετα από τον Νταν Ράδερς του Ρόμπερτ Ρέντφορντ ελάχιστοι άνθρωποι απ όσους θα δουν την ταινία ξέρουν πιθανότατα πως μοιάζει ή μιλά η Μέιπς. Αυτό που κάνει την ερμηνεία της Μπλάνσετ εξαιρετική, είναι ο ήρεμος τρόπος με τον οποίο απεικονίζει μια γυναίκα της οποίας η καριέρα κι ακόμη περισσότερο οι βεβαιότητες, διαλύονται αργά μα αναπόφευκτα.

Δεν μπορείς να αμφισβητήσεις ότι ανάμεσα σε ένα καστ σπουδαίων ηθοποιών -που ίσως δεν χρησιμοποιούνται όλοι όσο πετυχημένα θα μπορούσαν- η Μπλάνσετ κατορθώνει να λάμψει ακόμη περισσότερο, δίνοντας στο φιλμ την απαραίτητη αιχμή του. Η ιστορία του «Truth» είναι σίγουρα ενδιαφέρουσα και χτίζεται με την λογική ενός δημοσιογραφικού θρίλερ, όμως είναι το πρόσωπο της Μπλάνσετ που γίνεται ο καμβάς της πιο ουσιαστικής αγωνίας: επαγγελματικής, ηθικής, υπαρξιακής.

Σεναριογράφος, (του «Zodiac» ανάμεσα σε άλλα), στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, ο Βάντερμπιλτ δεν έχει την ικανότητα ενός Φιντσερ να ανακαλύπτει σε ένα σενάριο βασισμένο σε γεγονότα και διαλόγους, στοιχεία και ανατροπές, κάτι πιο βαθύ ή πιο μεγάλο κι ευτυχώς η Μπλάνσετ αναλαμβάνει να το κάνει για λογαριασμό του.

Ομως ακόμη κι αν μερικές φορές νιώθεις ότι η ταινία του υποφέρει από την λογική μιας τηλεοπτικής εκπομπής που νοιάζεται κυρίως να εκθέσει τα γεγονότα με τον πιο κατανοητό τρόπο, δεν μπορείς παρά να μην παρασυρθείς στην αγωνία και την ένταση μιας ιστορίας που είναι οπωσδήποτε συναρπαστική. Και φυσικά από την ερμηνεία της πρωταγωνίστριας της, στην οποία βρίσκεται τελικά η ουσία και η «αλήθεια» του φιλμ.