Ο Δρ. Γουίλ Κάστερ, ένας ιδιοφυής επιστήμονας στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης φιλοδοξεί να κατασκευάσει μια τέλεια λογική μηχανή που θα συνδυάζει όλη την γνώση του ανθρώπινου είδους με όλη την γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων.Η ερευνά του και τα πειράματά του τον έχουν κάνει διάσημο, αλλά τον έχουν επίσης βάλει στο στόχαστρο μιας εξτρεμιστικής ομάδας πολεμίων του, που είναι αποφασισμένοι να σταματήσουν με κάθε κόστος και με κάθε τρόπο την δουλειά του. Μόνο που στην προσπάθεια τους να τον σταματήσουν, θα γίνουν ο καταλύτης για να πετύχει τον στόχο του και θα τον οδηγήσουν στο να κάνει την δική του υπέρβαση.Η αναζήτηση του Γουίλ για την γνώση, θα μετατραπεί σε μια μανιασμένη επιθυμία για όλο και περισσότερη δύναμη, η δίψα του για την οποία δεν μοιάζει να έχει τέλος. Και καθώς η επίτευξη του στόχου του έρχεται όλο ένα και πιο κοντά, οι άνθρωποι κοντά του, η γυναίκα του και οι συνεργάτες του, δεν έχουν αμφιβολίες για το αν θα ολοκληρώσει με επιτυχία το έργο του, αλλά για το αν τελικά θα πρέπει να το κάνει.

Πόσο κρίμα, στ΄αλήθεια να γυρίζεις μια ταινία το 2014 που να μιλά για την τεχνολογία και την σύνδεση του ανθρώπου με μια εξωτερική τεχνητή νοημοσύνη που έχει την δυνατότητα να καθορίζει την ζωή μας μέσα από το cloud του διαδικτύου και να μοιάζει στην λογική και τον τρόπο σκέψη της με κάτι που θα γύριζε κανείς στην δεκαετία του 80. Κάποτε όλα αυτά θα ακούγονταν σαν εξωφρενική επιστημονική φαντασία όταν όμως σήμερα η πρώτη σκέψη στο μυαλό όλων μας όταν βρεθούμε αντιμέτωποι με μια απορία, είναι να στραφούμε στο internet.

Η «Κυριαρχία» του Γουόλι Πφίστερ μοιάζει σαν να γυρίστηκε σε έναν κόσμο όπου δεν είδαμε ποτέ τα «Παιχνίδια Πολέμου», το «Electric Dreams», το «The Net», ή κυρίως το «Δικός της». Γιατί αν το φιλμ του Σπάικ Τζόουνς είχε κάτι ενδιαφέρον, σύγχρονο και κατανοητό να πει για την σχέση μας με την τεχνολογία και τις θαυμαστές δυνατότητες και τους κινδύνους μιας αληθινά ισχυρής τεχνητής νοημοσύνης, η «Κυριαρχία» μοιάζει να αναμασά τις ίδιες κουρασμένες τεχνοφοβικές ιδέες και μάλιστα δίχως να το κάνει με έναν ελάχιστα συναρπαστικό τρόπο.

Ή έστω με μια ιστορία που να βγάζει νόημα. Γιατί ακόμη κι αν στη διάρκεια του φιλμ συμβαίνουν τόσα πολλά πράγματα, από τρομοκρατικές ενέργειές μέχρι ανακαινίσεις ολόκληρων πόλεων και από την ανακάλυψη μιας θεαματικά εντυπωσιακής μηχανής που έχει μεγαλύτερες νοητικές ικανότητες απ΄όλους τους ανθρώπους στην ιστορία ολόκληρου του πλανήτη μέχρι την μετενσάρκωση ενός ανθρώπου σε δεδομένα και πάλι πίσω, ελάχιστα απ΄όλα αυτά σε ενδιαφέρουν στο ελάχιστο.

Φταίει ότι το σενάριο κατορθώνει να δείχνει ταυτόχρονα πολύπλοκο και ολοκληρωτικά ανόητο, αλλά κι ότι ολόκληρο το καστ μοιάζει να... στέλνει τις ερμηνείες του στην ταινία μέσω email. Ο Τζόνι Ντεπ δείχνει να χάνει τις ερμηνευτικές του ικανότητες όταν δεν είναι μασκαρεμένος σαν πειρατής ή ινδιάνος και η Ρεμπέκα Χολ πραγματικά δεν χρειάζεται έναν ακόμη ρόλο της αδιάφορης επιστήμονα. Οσο για τον Μόργκαν Φρίμαν, παίζει απλώς με τον τόνο της φωνής του, ενώ οι δεύτεροι ρόλοι με ακόμη λιγότερα. Η Κέιτ Μάρα για παράδειγμα, μόνο με την υπερβολική χρήση μολυβιού στο τεχνοφοβικό της μάτι.

Δυστυχώς το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γουόλι Πφίστερ, διεθυντή φωτογραφίας του Κρίστοφερ Νόλαν, μπορεί να έχει κάποιες εικαστικές αρετές (αλλά ακόμη κι εκεί δεν διακρίνεται σε κάποιο υψηλότερο επίπεδο από μια μέση Χολιγουντιανή ταινία), αλλά δεν μοιάζει να έχει διδαχτεί τίποτα από την θαρραλέα, φιλόδοξη σχολή αφήγησης και μυθοπλασίας του συνεργάτη του. Κρίμα γιατί η βασική ιδέα που γέννησε το φιλμ και τα ψήγματα κάποιων ιδεών που επιβιώνουν κάτω από αυτό το απόλυτο φιάσκο, θα μπορούσαν να δώσουν μια ταινία λίγο πιο ευφυή που να μην μοιάζει τόσο αφόρητα και απογοητευτικά τεχνητή.