Ο Σάιμον δουλεύει σ’ έναν οίκο δημοπρασιών. Εθισμένος στον τζόγο και βυθισμένος στα χρέη, συνεργάζεται με μια συμμορία μαφιόζων, με επικεφαλής τον παγερό Φρανκ, για να κλέψει για λογαριασμός τους έναν πανάκριβο πίνακα και να αμειφθεί αδρά. Στη διάρκεια της ληστείας, όμως, ο Σάιμον τραυματίζεται στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να πάθει αμνησία και να ξεχάσει πού έχει κρύψει το έργο τέχνης. Ο Φρανκ, για να τον κάνει να θυμηθεί κι αφού εξαντλήσει όλες τις βίαιες μεθόδους του, καταφεύγει σε μια – ικανή αλλά και πανέμορφη – υπνοθεραπεύτρια. Οσο, όμως, η σέξι Ελίζαμπεθ μπαίνει πιο βαθιά στο υποσυνείδητο του Σάιμον, τόσο φέρνει στην επιφάνεια μυστικά του παρελθόντος που θα ήταν καλύτερο για όλους να μείνουν κρυμμένα.

Ερχόμενος με φόρα από τις «125 Ωρες» και τις ολυμπιακές τελετές του Λονδίνου, ο Ντάνι Μπόιλ μάς προετοιμάζει για ένα υπαρξιακό θρίλερ αντάξιας αισθητικής με το «Trainspotting»: μπορεί η σκοτσέζικη μιζέρια να αντικαθίσταται από στιλάτο μίνιμαλ ντεκόρ και χαμηλούς φωτισμούς που εντείνουν το μυστήριο, αλλά το καταιγιστικών αλλαγών μοντάζ, η έντονη μουσική και, ακόμα ακόμα, ο μονόλογος του ήρωα προς τον θεατή τοποθετούν τη δράση σε μια βάση που αυξάνει τα επίπεδα της αδρεναλίνης.

Το είδος του θρίλερ φέρνει στο νου τις αντίστοιχες ταινίες των ‘70s, με τη δράση στο μεγαλύτερο μέρος της να παραμένει εγκλωβισμένη σε τέσσερις τοίχους. Ο Ντάνι Μπόιλ κινηματογραφεί τους ήρωές του διαρκώς μέσα από αντανακλάσεις, ώστε τα είδωλά τους να πολλαπλασιάζονται, περισσότερο καθαρά ή θαμπά, αποτυπώνοντας έτσι ανθρώπους με πολλαπλές ταυτότητες, με συγκεχυμένες σκέψεις, με το μυαλό σε απόλυτο trance, αλλά και σβήνοντας τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και το ψέμμα.

Ο Τζέιμς ΜακΑβόι έχει την ιδανική ισορροπία γοητείας και αγορίστικης αφέλειας ώστε να γίνει ένας ήρωας συμπαθής από την αρχή. Η Ροζάριο Ντόσον ως υπνωτίστρια οπωσδήποτε θ’ ανεβάσει τη δημοτικότητα του επαγγέλματος στα ύψη και το επίμονο κοντινό στο ολόγυμνο αιδοίο της δε θα ξεχαστεί εύκολα. Ο Βενσάν Κασέλ χειρίζεται με άνεση και γνώση το προφίλ ενός ακαταμάχητου κακού. Ο Μπόιλ, δε χωράει αμφιβολία, είναι τέλειος, φιλόδοξος τεχνίτης και δίνει κινηματογραφική ουσία στην υπερβολή του.

Και μετά… έρχεται το σενάριο! Το οποίο πολύ νωρίς προδίδει την έμπνευση και την πυκνή ατμόσφαιρα του ψυχολογικού θρίλερ και το μεταφράζει ως παρωδία, αφήνοντας το κοινό επί ξύλου κρεμάμενο, όπως περίπου είχε συμβεί πριν λίγο καιρό με το «Side Effects» του Στίβεν Σόντερμπεργκ. Τόσο άγαρμπα που ο ήδη ψημένος θεατής να θέλει να του φωνάξει στην οθόνη, όχι, όχι, μην το πας εκεί! Γιατί όσο όμορφο και γρήγορο είναι το νέο φιλμ του Μπόιλ, γρήγορα ξεφουσκώνει και αναλώνεται σε ανόητα κλισέ, θυμίζοντας όλο και περισσότερο κάποια από τις κακές ταινίες του Ντε Πάλμα, όλο αισθησιασμό και φόρμα κι από ιστορία ή υποδομή, ξεπέτα. Κι έτσι το «Trance» καταλήγει, όπως οι περισσότερες (παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις) ταινίες, πια, του Ντάνι Μπόιλ, μια διασκεδαστική, ατμοσφαιρική, γρήγορα αναλώσιμη φούσκα.