Στην οθόνη παρουσιάζεται η καθημερινή ζωή νεαρών αντρών και γυναικών στη Βουδαπέστη, σχεδόν όλες δίχως ίχνος ελπίδας, ή φωτός. Ενας άντρας που κουβαλά ένα μπιντόνι βενζίνη, προσπαθεί να πείσει μια γυναίκα που μετά βίας γνωρίζει ότι ο σκύλος του τη διάλεξε και πως πρέπει να μείνει μαζί της. Ενας πατέρας αδυνατεί να διαχειριστεί την σεξουαλικότητα της δεκάχρονης κόρης τους. Ενα ζευγάρι καυγαδίζει για την απιστία και στη κουβέντα εισβάλει το «φάντασμα» ενός νεκρού φίλου. Δυο φίλοι μιλούν μπροστά σε κάτι που υποθέτεις πως είναι ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. Μια γυναίκα ξυπνά μετά απο έναν άσχημο εφιάλτη και ο φίλος της προσπαθεί να την παρηγορήσει. Και πάει λέγοντας...

O ίδιος την περιγράφει «Το Δάσος» σαν την Dogme ταινία του, αλλά σήμερα, με το φιλμικό εύρημα του Λαρς Φον Τρίερ και των συμπατριωτών του να έχει αφομοιωθεί από το mainstream, η ταινία του Μπένεντεκ Φλιγκάουφ, μοιάζει περισσότερο με αυτό που είναι, η πρώτη απόπειρα ενός ιδιαίτερα ταλαντούχου σκηνοθέτη να υπερνικήσει τα προβλήματα που κουβαλά μια no budget παραγωγή, μέσα από ένα ενδιαφέρον παιχνίδι με τη φόρμα.

Βλέποντας την ταινία του Ούγγρου σκηνοθέτη έχοντας επίγνωση της επακόλουθης καριέρας του, της παγκόσμιας αναγνώρισης του με το «Dealer» τις συγκρίσεις με τον Μπέλα Ταρ, το αγγλόφωνο ντεμπούτο του με το «Womb» και φέτος την υποψηφιότητά του για τα βραβεία Lux με την νέα ταινία του «Just the Wind», μοιάζει εύκολο να δεις τις αρετές της: την υπαινικτική ατμόσφαιρα, την ανατροπή των προσδοκιών, την ιδιαίτερη, γλώσσα, τον μετεωρισμό της ανάμεσα στο τραγικό και το αστείο, την υποβόσκουσα αίσθηση ενός σκοταδιού ικανό να σε καταπιεί.

Από την άλλη, έχοντας δει ήδη τις επόμενες, καλύτερες ταινίες του, μοιάζει μοιραίο να σταθείς στις αδυναμίες, αυτού του πρώτου φιλμ: την δυσκολία άρθρωσης μιας κινηματογραφικής πρότασης που να κλείνει με επιτυχία έναν αφηγηματικό κύκλο, την αποσπασματικότητα του πειράματος, την υπερβολικά έντονη έκφραση της «διαφορετικότητας» της.

Κάτι μοιάζει να λείπει όταν όλα τα στιγμιότυπα αυτού του φιλμ ολοκληρώσουν τον κύκλο τους στην οθόνη δίχως να έχουν σχηματίσει ένα ξεκάθαρο ψηφιδωτό, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι το καθένα από αυτά και ειδικά μερικά πολύ περισσότερο από τα άλλα, δεν πετυχαίνουν τον στόχο τους.

Στα καλύτερα, ο απόκοσμος μυστηριακός κόσμος του Λιντς συναντά την διαλογική ακρίβεια του Ταραντίνο και την κοφτερή ματιά στην ανθρώπινη κατάσταση που έχεις συνηθίσει να βλέπεις στα φιλμ του Χάνεκε και σε μερικά, όπως στην ιστορία ενός πατέρα που δεν μπορεί να αντέξει την αναδυόμενη σεξουαλικότητα της κόρης του (ή ότι αυτή του προκαλεί) ή στην κουβέντα δυο φίλων που μιλούν για κάτι που δεν βλέπουμε αλλά που δεν είναι σίγουρα ένα αμάξι, το αποτέλεσμα είναι βαθιά, υποδόρια ανησυχητικό.

Μια αίσθηση που μένει στο μυαλό ακόμη και μετά το αμήχανο, κλείσιμο της ταινίας, που δεν μπορεί να ενώσει τις επιμέρους ιστορίες σε μια «διαφωτιστική», ή έστω συνολικά δυνατή παραβολή για τους ήρωες, την χώρα, την ανθρώπινη φύση, αλλά δεν παύει να είναι μια ενδιαφέρουσα επίδειξη της πρώτης γραφής ενός μετέπειτα αξιοπρόσεκτου δημιουργού.

Αν θέλετε να δείτε μια αληθινά καλή ταινία του Φλιγκάουφ, περιμένετε μερικές εβδομάδες μέχρις ότου το «Just the Wind» βγει στις ελληνικές αίθουσες, αν από την άλλη ενδιαφέρεστε να ανακαλύψετε τις απαρχές του, πίσω στο 2003, προχωρήστε άφοβα.