Η επτάχρονη Μέιζι είναι εγκλωβισμένη στη δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία της, ανάμεσα στη μητέρα της Σουζάνα, μια ροκ σταρ και τον πατέρα της Μπιλ, έναν σημαντικό έμπορο τέχνης.

Γραμμένο στα 1897, το «What Maisie Knew», αφηγείται μια ιστορία που μοιάζει να παραμένει ίδια από τότε μέχρι σήμερα: αυτή ενός παιδιού που βρίσκεται διχασμένο ανάμεσα σε δυο γονείς που ακόμη κι αν το αγαπούν, δεν αντιλαμβάνονται πως το πληγώνουν αφάνταστα διεκδικώντας το στην διαμάχη που ακολουθεί το χωρισμό τους.

Στην νέα του εκδοχή, η Τζούλιαν Μουρ είναι η μητέρα και ο Στίβεν Κούγκαν ο πατέρας. Εκείνη μιας κάποιας ηλικίας ροκ σταρ που ακόμη περιοδεύει, ξενυχτά και πίνει, αλλά που αγαπά παθολογικά την μικρή Μέιζι, εκείνος ένα πρώην άγριο παιδί από τη Μεγάλη Βρετανία, που τώρα δουλεύει σαν γκαλερίστας. Η πρώτη φορά που τους συναντάμε μαζί στην οθόνη, δεν τους βλέπουμε άλλα τους ακούμε. Είμαστε στο δωμάτιο της μικρής τους κόρης και τους ακούμε να καυγαδίζουν στο βάθος.

Η μικρή ηρωίδα, η εξαιρετικά ταλαντούχα Ονέιτα Απρίλε, μοιάζει ένα πλάσμα εξαιρετικά ώριμο για την ηλικία της, ένα εξάχρονο κορίτσι που ακούει και παρατηρεί, που αγαπά και συγχωρεί, που είναι γλυκύτατη και πανέξυπνη. Με τέτοια χαρακτηριστικά, θα μπορούσε εύκολα να μοιάζει με την εξιδανικευμένη εκδοχή ενός παιδιού, όμως η Μέιζι όπως την στήνουν οι σκηνοθέτες της και όπως την απεικονίζει η Απρίλε είναι ένας εξαιρετικός, τρισδιάστατος, χαρακτήρας, ένα απολύτως αληθινό κορίτσι.

Η ταινία θα ακολουθήσει την ιστορία της, τον τελικό χωρισμό των γονιών της, τις επόμενες σχέσεις και γάμους τους και την συναισθηματική πορεία της μικρής ηρωίδας, χωρίς ποτέ να δηλώνει τίποτα με ιδιαίτερα προφανή τρόπο, χωρίς να καταφεύγει σε μελοδραματισμούς, δίχως να προσπαθεί ιδιαίτερα σκληρά να περάσει κάποιο μήνυμα.

Με τον Αλεξάντερ Σκαρσγκαρντ στον ρόλο του επόμενου συζύγου της μητέρας της και την Τζοάνα Βάντερχαμ σε αυτόν της μπεϊμπισίτερ που θα γίνει κάτι παραπάνω από η κοπέλα που την φροντίζει, το φιλμ στηρίζεται στις συνολικά εξαιρετικές ερμηνείες, αλλά και στην μετρημένη, ήρεμη σκηνοθετική προσέγγιση για να στήσει μια αξιοθαύμαστα τρυφερή, μα ποτέ γλυκερή ταινία.

Ισως η χαμηλότονη εκδοχή του δράματος που η ιστορία μοιάζει να περιέχει από την φύση της, να αποτελέσει εμπόδιο σε κάποιους από τους θεατές να κάνουν την σύνδεση με το φιλμ ή τους ήρωες του, όμως οι Σίγκελ και Μαγκίχι, κατορθώνουν να φτιάξουν όχι ένα οικογενειακό μελόδραμα τηλεοπτικής λογικής, αλλά μια λεπτή ταινία που λειτουργεί υπόγεια και αξιοθαύμαστα στο μυαλό και την καρδιά.