Τρία σετ ανθρώπων σε τρεις από τις ομορφότερες πόλεις του κόσμου, Νέα Υόρκη, Παρίσι και Ρώμη, αγωνίζονται να ξαναβρούν, αν όχι την ευτυχία, τουλάχιστον την ηρεμία, τραυματισμένοι από μεγάλες απώλειες, όλες συσχετιζόμενες με τις σχέσεις γονιών παιδιών. Ο Μάικλ είναι διάσημος συγγραφέας με writer’s block που ζει μια θυελλώδη «παράνομη» σχέση με την πολύ νεότερή του, φιλόδοξη Ανα, όσο η δική του σύζυγος περιμένει στο παρασκήνιο κι ο μυστηριώδης εραστής της Ανα διεκδικεί την προσοχή της. Η Τζούλια γίνεται, αναγκαστικά, καθαρίστρια σ’ ένα ξενοδοχείο για να βγάζει τα προς το ζην και να διεκδικήσει την κηδεμονία του παιδιού της: ο πρώην άντρας της, διάσημος ζωγράφος αυτή τη φορά, ο Ρικ, τής απαγορεύει να το βλέπει γιατί κάποτε, για κάποιο λόγο, θέλησε να του κάνει κακό. Κι ο Σκοτ, κατάσκοπος για οίκο μόδας, παρεμπιπτόντως, αναζητά ένα τρόπο να ζητήσει συγχώρεση από τον Κόσμο για μια πράξη που έχει σημαδέψει το πρόσφατο παρελθόν του και τον βρίσκει στο πρόσωπο της όμορφης ατίθασης τσιγγάνας Μόνικα που διεκδικεί την 8χρονη κόρη της από ένα μαστροπό που την έχει ρίξει στην πορνεία.

Τύφλα να’χει η Λένα Μαντά σ’ αυτό το βαρυφορτωμένο, σπονδυλωτό μελόδραμα που παρότι τραβά την κάθε γραμμή της πλοκής του απ’ τα μαλλιά και πάλι δεν καταφέρνει να κάνει τους ήρωές του πειστικούς ή ενδιαφέροντες. Ο Πολ Χάγκις, μια δεκαετία μετά το υπερτιμημένο «Crash» αλλά χωρίς να έχει βάλει μυαλό, μοιάζει να κέρδισε ταξιδιωτική προσφορά πολυτελείας στις συναρπαστικές μητροπόλεις και ν’ αποφάσισε, από φιλότιμο, να γεμίσει το χρόνο του μ’ ένα καταχρηστικό σενάριο που πέφτει με μεγαλοπρέπεια από το ένα κλισέ στο άλλο.

Οι άντρες είναι καταραμένες ιδιοφυίες με σύνδρομο Θεού, οι γυναίκες αδύναμες τρυφερές ψυχές που χρειάζονται προστασία, η παιδεραστία μπλέκεται με την εγκληματική αμέλεια, τα δωμάτια ξενοδοχείων παραγεμίζονται με μπουκέτα λευκά τριαντάφυλλα της συγγνώμης, η ιταλική μαφία συγχρωτίζεται με την αμερικανική υψηλή κοινωνία, η τσιγγάνα έχει τσακίρικα μάτια κι ο μονόχνοτος συγγραφέας χρυσή καρδιά. Κι αυτά με πληθωρικά, πολυτελή πλάνα σε όλα τα ατμοσφαιρικά αξιοθέατα των τριών πόλεων, σε νύχτες με τυμπανοκρουσίες και μέρες με πάχνη, υπογραμμισμένα με αδιάκοπη μουσική που κι αν δεν ήταν βιολιά, έτσι έμοιαζε.

Σκηνοθετημένη με φιλαρέσκεια, γραμμένη χωρίς την παραμικρή αίσθηση αιτιότητας, παραφουσκωμένη από συμπτώσεις και μοιραία γεγονότα, η ταινία παρόλ’ αυτά δεν ξυπνά καν την πρωτογενή, συγκινησιακή αντίδραση του θεατή, ώστε να ρίξει ένα δάκρυ. Το μόνο που μένει, εκτός από την τουριστική αξία του φιλμ, είναι ένα επιφανές καστ ωραίων αντρών και γυναικών που θα προσθέσουν μια ομαδική συμμετοχή στη φιλμογραφία τους.