Αδιαμφισβήτητη απόδειξη της (εμπορικής πρωτίστως, καλλιτεχνικής δευτερευόντως) άνθισης του ισπανικού σινεμά την τελευταία δεκαετία είναι η πραγματικά ανεξάντλητη σειρά από θρίλερ και περιπέτειες που εκτός από τις ανάγκες της εσωτερικής κατανάλωσης στην ιβηρική χώρα έχουν βρει το δρόμο τους και για τις διεθνείς αγορές, μεταξύ των οποίων και η ελληνική. Τελευταίο (και σίγουρα όχι έσχατο) δείγμα αυτής της τάσης είναι και το «Αποκαλύψεις», η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Νάτσο Ρουιπέρεζ, η οποία αν και αξιοπρόσεκτη ως σκηνοθετικό ντεμπούτο, πάσχει από όλες τις «παιδικές ασθένειες» που ένα τέτοιο εγχείρημα συνεπάγεται.

Οι (υπέρμετρες) φιλοδοξίες του Ισπανού σκηνοθέτη γίνονται ορατές από την αρχή. Ξεκινώντας την ιστορία του από αυτό που αργότερα θα αποκαλυφθεί πως είναι το τέλος της, ξετυλίγει με αυτοπεποίθηση και σιγουριά έναν περίτεχνο αφηγηματικό ιστό για να χαθεί σταδιακά στα αδιέξοδα των δαιδάλων του. Και καθώς «όλα τα γεγονότα, ακόμα κι εκείνα που είναι βαθιά θαμμένα στη γη, βρίσκουν πάντα τον τρόπο να αποκαλυφθούν», όπως χαρακτηριστικά προϊδεάζει τον θεατή η εισαγωγή της ταινίας, όσο τα περιπολικά πλησιάζουν μια ερημική αγροικία, οι «Αποκαλύψεις» του τίτλου θα είναι καταιγιστικές για τον κεντρικό ήρωα Τζορντί, ο οποίος επισκέπτεται τη Βαλένθια μετά από πολλά χρόνια διαμονής στην Αργεντινή για να παρευρεθεί στην κηδεία του θείου του, ενός επιφανούς πολιτικού της περιοχής, ο οποίος σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.

Εκεί θα συναντήσει τον ξάδερφο του και γιο του εκλιπόντος Ντιέγκο, ο οποίος θα του αποκαλύψει ότι εμφανίστηκε στην κηδεία μια γυναίκα που νόμιζαν από χρόνια πως είναι νεκρή, η Βέρα, η οποία συνδέεται με τον θάνατο πριν από είκοσι χρόνια του πατέρα του Τζορντί. Όταν το σπίτι του πολιτικού βρεθεί διαρρηγμένο και μια κασέτα με ηχογραφημένες συνομιλίες του αποκαλύψει τις ύποπτες δοσοληψίες του με την Αλβανική μαφία αναφορικά με τη χρηματοδότηση του οικιστικού σχεδίου στην περιοχή, οι δύο νέοι θα ανακαλύψουν με κίνδυνο της ζωής τους τα ένοχα μυστικά που επί δύο δεκαετίες αναζητούσαν να έρθουν λυτρωτικά στην επιφάνεια.

Σε δύο αφηγηματικούς χρόνους και με ένα παράλληλο μοντάζ που περισσότερο αποπροσανατολίζει παρά οδηγεί στην αλήθεια, πολλώ δε μάλλον στην κάθαρση, ο Ρουιπέρεζ πέφτει στην εύκολη και προβλέψιμη παγίδα του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη που θέλει να τα πει όλα με την πρώτη ταινία του και να αποκαλύψει μονομιάς όλο του εύρος του ταλέντου του. Έτσι μπλέκει σε 100 μόλις λεπτά πολιτικά σκάνδαλα, οικογενειακές τραγωδίες, την αλβανική μαφία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, κυκλώματα πορνείας και λαθρομετανάστευσης, έναν μεγάλο έρωτα και πολλά (πολλά) άλλα, χωρίς φυσικά να μπορεί να ενορχηστρώσει αρμονικά ένα ομολογουμένως εντροπικό υλικό, που δυναμιτίζεται ακόμα περισσότερο από τα διαρκή πισωγυρίσματα στο χρόνο.

Η ευλαβική προσήλωση του σκηνοθέτη στους σημειολογικούς κώδικες του είδους που καλείται να υπηρετήσει και η τεχνική αρτιότητα της παραγωγής είναι εκείνα που σώζουν το τελικό αποτέλεσμα, καθώς ο Ρουιπέρεζ ευτυχώς κατέχει το μυστικό ενός σωστού αφηγηματικού ρυθμού που χτίζει, αν και όχι απόλυτα επιτυχημένα, το σασπένς, ενώ με τη βοήθεια της ατμοσφαιρικής φωτογραφίας του Χαβιέρ Σαλμόνες πλάθει μία κολλώδη και βαλτωμένη από την υγρασία και τα τοπικα σκάνδαλα Βαλένθια. Η απουσία, όμως, οποιασδήποτε πειραματικής ή δημιουργικής προσέγγισης στο υλικό του, μια αδικαιολόγητη αίσθηση σοβαροφάνειας και αναπόδραστης βαρύτητας και, κυρίως, ο ακροθιγής προβληματισμός για τις ατομικές και συλλογικές τραγωδίες που η εν δυνάμει συναρπαστική ιστορία του εμπεριέχει, μετατρέπουν αυτές τις «Αποκαλύψεις» σε ένα ανώδυνο και επιδερμικό θέαμα.