Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ταινίας, η Μάριαν της Σομαλής Σαμπρίνα Χασάν διαμαρτύρεται ότι στις Αμερικανικές ταινίες, όπως το «Μαύρο Γεράκι: Η Κατάρριψη», οι Σομαλοί ήρωες δεν ερμηνεύονται από γηγενείς ηθοποιούς. Η δήλωσή της μοιάζει τότε ασύνδετη με τους υπόλοιπους προβληματισμούς του φιλμ, όμως αποκτά αμέσως νόημα μόλις εμφανίζονται ο τίτλοι τέλους της ταινίας. Γιατί όχι απλώς όλοι οι Σομαλοί ήρωες του φιλμ ερμηνεύονται από ηθοποιούς που προέρχονται από την χώρα αλλά και δίπλα από τα ονόματά τους καταγράφεται το έτος από το οποίο θεωρούνται πρόσφυγες, μία τελευταία υπενθύμιση των εσωτερικών αναταραχών που μαστίζουν τη χώρα.

Μόνο που η ταινία του Μπράιαν Μπάκλεϊ δεν αφορά αυτή καθαυτή τη σύγχρονη ιστορία της Σομαλίας, παρά την φαινομενικά απίθανη προσπάθεια του αληθινού Καναδού Τζέι Μπαχαντούρ (στου οποίου το βιωματικό βιβλίο βασίζεται και το σενάριο του φιλμ) να ρίξει φως στους Πειρατές που κυριαρχούν στην περιοχή, τη στιγμή μάλιστα που κανένας άλλος δυτικός δημοσιογραφικός παράγοντας δεν είχε βρεθεί εκεί.

Με την ιστορία να ξεκινά το 2008 και τον Μπαχαντούρ μόλις απόφοιτο του Πανεπιστημίου του Τορόντο, οι «Πειρατές της Σομαλίας» ουσιαστικά αποτελούν τη δική του ματιά σε έναν άγνωστο κόσμο όπου η εγκυρότητα των πληροφοριών είναι αμφίβολη, η αίσθηση του δικαίου θολή και η βία μια μόνιμη απειλή που μπορεί να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή κάτω από τον καυτό ήλιο. Γι' αυτό και η αφήγηση της ταινίας περιλαμβάνει τους έξι μήνες κατά τους οποίους ο Μπαχαντούρ έζησε στην περιοχή μαθαίνοντας βασικά πράγματα για τις ευαίσθητες καθημερινές ισορροπίες, τις προσπάθειές του να έρθει σε επαφή με μερικούς από τους πιο ισχυρούς Πειρατές (ή μέλη της «ακτοφυλακής» κατά τα λεγόμενά τους), τον προσωπικό του αγώνα να ξεπεράσει τις ήττες και τις ανασφάλειες του παρελθόντος και φυσικά τον απρόσμενο έρωτα που συναντά στη χώρα, στο πρόσωπο μιας από τις άπειρες γυναίκες ενός πανίσχυρου Πειρατή.

Κι αν όλα αυτά αποτυπώνονται με τυπική συνέπεια, χωρίς προσπάθεια αποθέωσης του εξωτικού ή του οτιδήποτε ξένου προς τον λεγόμενο «δυτικό πολιτισμό», αυτό που τελικά υπερισχύει στην ταινία είναι μια εξωτερική ματιά που μπορεί να έχει κάθε καλή διάθεση αλλά που τελικά αδυνατεί να καταλάβει την ουσία της Σομαλιανής πραγματικότητας, όπως ο πρωταγωνιστής της αδυνατεί να προφέρει σωστά τα ονόματα που τον αποκαλούν. Γιατί πέρα από τους ηθοποιούς που όντως έχουν καταγωγή από τη Σομαλία ή το γνήσιο πάθος του αληθινού Μπαχαντούρ να μεταφέρει πίσω στη χώρα του τι συμβαίνει στα αλήθεια εκεί, οι «Πειρατές της Σομαλίας» δεν παύουν ποτέ να αφορούν στην πραγματικότητα τον - σχεδόν δονκιχωτικό - αγώνα ενός δυτικού ανθρώπου που βρέθηκε ξαφνικά σε ανεξερεύνητα για τον ίδιο νερά παρά μια ουσιαστικά ενδοσκοπική ματιά σε μια περίπλοκη, πολυδιάστατη πραγματικότητα.

Και δεν είναι ότι ο Μπάκλεϊ δεν εμποτίζει την αφήγησή του με εναλλαγές ανάμεσα σε ένα ρεαλιστικό ύφος κινηματογράφησης και αρκετές καρτουνίστικες, σουρεαλιστικές δόσεις ενέργειας ή ότι οι ηθοποιοί του (κυρίως ο υπερκινητικός Ιβαν Πίτερς ή ο γνώριμος σε φιλμ αυτής της θεματολογίας και υποψήφιος για Οσκαρ για το «Captain Phillips», Μπαρκάντ Αμπντί) δεν στέκονται επάξια σε μια αφήγηση που προσπαθεί να αναδειχθεί περισσότερο οικουμενική από όσο πραγματικά είναι. Αυτό που τελικά στερεί από τους «Πειρατές της Σομαλίας» την αμεσότητα ή την τραχύτητα που θα τους άρμοζε, είναι η μόνιμη αίσθηση ασφάλειας που χαρακτηρίζει την ταινία, παρά το γεγονός ότι θεωρητικά πάντα ανθρώπινες ζωές βρίσκονται σε θανάσιμο κίνδυνο.

Στο τέλος, οι «Πειρατές της Σομαλίας» δεν αφορούν τελικά εκείνους που χαρίζουν το όνομά τους στην ταινία αλλά τον άνθρωπο που προσπαθεί να αποτυπώσει την πραγματικότητά τους και αυτό είναι κάτι που όχι απλώς σαμποτάρει την αποτελεσματικότητα του φιλμ αλλά και που έρχεται τελείως κόντρα με την ιδεολογία του. Επιλογή κρίσιμη και ακατανόητη, σχεδόν τόσο όσο και η σύντομη, αναίτια συμμετοχή των Αλ Πατσίνο και Μέλανι Γκρίφιθ στην ταινία.