Οταν μια νεαρή καλόγρια αυτοκτονεί σ΄ένα μοναστήρι της Ρουμανίας, ένας ιερέας με θολό παρελθόν και μία ασκούμενη μοναχή, στέλνονται από το Βατικανό για να διερευνήσουν το θάνατό της, όμως στην πορεία έρχονται αντιμέτωποι με μία σειρά από ένοχα μυστικά. Διακινδυνεύοντας όχι μόνο τη ζωή τους αλλά και την πίστη και τις ίδιες τις ψυχές τους, παλεύουν τις δαιμονικές δυνάμεις που εμφανίζονται στο διάβα τους παίρνοντας τη μορφή μιας δαιμονικής μοναχής.

Οσοι έχουν δει δύο χρόνια πριν το «Κάλεσμα 2» του Τζέιμς Γουάν, σίγουρα δεν έχουν ξεχάσει μια από τις πιο τρομαχτικές σκηνές της: εκείνη με τον «κινούμενο» πίνακα μιας δαιμονισμένης καλόγριας. Μέσω αυτής της ευρηματικής ανατριχιαστικής σκηνής, ο Γουάν κατάφερε να κάνει τους πάντες να μιλούν για εκείνον τον εμβληματικά σατανικό χαρακτήρα, ο οποίος, παράλληλα με την δαιμονική κούκλα Αναμπελ (που ξεπήδησε από το πρώτο «Κάλεσμα» και ήδη μετράει δυο ταινίες στον ενεργητικό της), κατάφερε να αποκτήσει την δική του σόλο ιστορία, μεγαλώνοντας λίγο ακόμη το σύμπαν του τρόμου του Γουάν.

Μοιάζει αρκετά περίεργο πως οι παράπλευρες αυτές ταινίες το μόνο που καταφέρνουν να κάνουν είναι να προδώσουν το όραμα του Γουάν, αντί να του δώσουν φτερά για να απογειωθεί ακόμα πιο ψηλά. Και το φιλμ του Κόριν Χάρντι, σκηνοθέτη του αρκετά πετυχημένου ανεξάρτητου θρίλερ «The Hallows», μπορεί να μην είναι χειρότερο από τις ταινίες της Αναμπελ, αλλά ποτέ δεν μετουσιώνεται σε κάτι το βέβηλο ή εφιαλτικά απειλητικό.

Από την αρχή, η  «Καλόγρια» κάνει τα πάντα για να προσπαθήσει να σε πείσει πως πρόκειται για ένα θρίλερ γεμάτο ανίερη ατμόσφαιρα και με στιγμές που θα σε κάνουν να σου σηκωθεί η τρίχα κάγκελο. Η αλήθεια είναι πως από τις πρώτες σκηνές της καταφέρνει να δημιουργήσει μια αρκετά πειστική ατμόσφαιρα γοτθικού τρόμου, μιας και η ιστορία εξελίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του ’50 στην επαρχία της Ρουμανίας, σε ένα αβαείο, που μοιάζει περισσότερο με στοιχειωμένο κάστρο παρά σε εκκλησία, στη μέση του πουθενά, με μαυροφορεμένες καλόγριες (γιατί από μόνες τους αυτές είναι ήδη τρομαχτικές) να κυκλοφορούν στους σκοτεινούς και ψυχρούς πέτρινους διαδρόμους του, περιτριγυρισμένους από ξύλινους σταυρούς και χριστιανικά αγάλματα.

Γρήγορα όμως, και ειδικά όταν οι δαίμονες και οι καλόγριες ζόμπι (ναι υπάρχουν κι αυτές) αρχίζουν να προκαλούν το χάος και τον πανικό στους ήρωές μας, τα πάντα χάνουν την αίγλη τους και καταρρέουν μπροστά στα μάτια σου. Ακόμα και ο χαρακτήρας της σατανικής καλόγριας εδώ δεν δείχνει τόσο τρομαχτικός. Ο Χάρντι δεν ξέρει πως να τον χειριστεί κατάλληλα και καταλήγει να περιφέρεται περισσότερο ως καρικατούρα παρά ως ένας δαίμονας που θα σε κάνει να χάσεις τον ύπνο σου απλά και μόνο βλέποντάς τον.

Το ένα κλισέ διαδέχεται το άλλο, τα πετάγματα επαναλαμβάνονται με μαθηματική ακρίβεια, οι χαρακτήρες δείχνουν χάρτινα αδιάφοροι (από τον γεμάτο ενοχές για το παρελθόν του κληρικό μέχρι και τον ερωτύλο κούκλο Γάλλο αγρότη), όλα μέσα σε ένα σενάριο που σε περισσότερες από αρκετές φορές είσαι σίγουρος ότι κάπου το έχεις ξαναδεί. Το μόνο τρομαχτικό στην υπόθεση ίσως είναι το όλο hype που δημιουργήθηκε προκαταβολικά γύρω από την ταινία, πάρα η ίδια η καλόγρια, η οποία από ότι φαίνεται αναζητά απεγνωσμένα άφεση αμαρτιών. Κάτι που, δυστυχώς, ούτε με ολονύχτια προσευχή και μετάνοια δεν πρόκειται να πετύχει.