Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος διανύει τη δική του ιστορία στο ελληνικό σινεμά που, χωρίς ποτέ να φωνάζει, κάπως καταφέρνει, κάθε φορά, να προκαλεί το θαυμασμό και μια μικρή έκπληξη: ίσως επειδή δεν φωνάζει. Το ίδιο κάνει, δύο χρόνια μετά το ντοκιμαντέρ του «Της Πατρίδος μου η Σημαία...», με τη νέα ταινία μυθοπλασίας του, μια παραβολή σε χαλαρό διάλογο με την «Οδύσσεια», που αντλεί από το ελληνικό παρελθόν, ακόμα και το φολκλόρ, για να σκιαγραφήσει τη σύγχρονη ελληνική μοναξιά. Κι αν το φιλμ είχε κι ένα λίγο μεγαλύτερο production value, θα μπορούσε κανείς να μιλά για μια διακριτική αλλά σπουδαία ταινία, στο είδος της, το ήσυχο.

Η ιστορία, όπως υποδεικνύει η ταινία, ξετυλίγεται το 1899, στα ελληνικά βουνά, όπου δουλεύουν νομαδικά οι πετράδες. Σε μια κοινωνία κατεστραμμένη από έναν πρόσφατο πόλεμο, που έχει διχάσει κοινότητες και χωριά, οι άντρες είναι αναγκασμένοι σε ορεσίβια ζωή, μέσα στην ένδεια, ξενιτεμένοι, αναζητώντας τρόπο να επιστρέψουν, κάποτε, εύποροι, στους δικούς τους. Στη διαδρομή της πέτρας στα βουνά, οι ήρωες, με κεντρικό πρόσωπο τον πρωτομάστορα Μάρκο, θα συναντήσουν εμπόδια και προκλήσεις, τη δική τους Κίρκη, τους δικούς τους Λαιστρυγόνες, τον δικό τους Τειρεσία.

Στην πορεία, εμπόδιο στο εμπόδιο, οι σύντροφοι του Μάρκου θα τον εγκαταλείψουν. Θα τους διώξει ο θάνατος, η απληστία, ο ανταγωνισμός κι ο Μάρκος θα μείνει μόνος, απέναντι στη φύση, τη συνείδησή του και την Ιστορία. Καθώς ο κόσμος τους προσπαθεί να κατανοήσει και να αφομοιώσει την έλευση ενός νέου, μοντέρνου κόσμου: η σεκάνς όπου οι πετράδες φωτογραφίζονται, στην κόχη του βουνού, μ' ένα πάνινο background, για να στείλουν γράμμα στις οικογένειές τους, μένει στη μνήμη, με την τρυφερότητα και το αυτοσαρκαστικό, με μια αίσθηση ματαιότητας, χιούμορ της.

Οσο αφαιρετική είναι η αναφορά της αρχής, τόσο είναι και του τέλους, όπου ο «ελληνικός άθλος» κάνει έναν κύκλο, από το 1899 στο 1949, σ' έναν άλλο πόλεμο, έναν άλλο θάνατο, με την καχυποψία και την προδοσία του. Η επιτυχία της ταινίας, ωστόσο, βρίσκεται στο ότι τις αναλογίες αυτές, μόνο τις υπαινίσσεται, δίνοντάς τους το χαρακτήρα θρύλου, ενός λαϊκού γουέστερν με λιγομίλητους άντρες, ζωνάρια στη μέση και καλέμια για όπλα. Σ' ένα φιλμ τόσο λιτό, οι αδυναμίες δεν έχουν πού να κρυφτούν κι αυτές έγκεινται κυρίως στο ότι η πλάση της ταινίας και το μπουλούκι των ηρώων της θα επωφελούνταν από ένα μεγαλύτερο budget, που να κάνει την αναπαράσταση της εποχής πιο πειστική (κι ακόμα τα ρούχα πιο τσαλακωμένα, πιο ζωισμένα, σκηνές όπως ένα αντρικό κούρεμα πιο φυσικό, όχι τόσο... φιλαρισμένο!), αλλά η ταινία έχει έναν εσωτερικό στοχασμό κι έναν αισθητικό μινιμαλισμό που την κάνει, στο ήσυχο ύφος της πάντα, αξιαγάπητη.