O Tόμπι είναι 35χρονος σκηνοθέτης διαφημιστικών - ξιπασμένος, μεγαλομανής και κακομαθημένος. Δε δέχεται καμία παρατήρηση, δε σέβεται κανένα πρότζεκτ, κανένα παραγωγό, κανένα μπάτζετ και, πάνω από όλα, ο κυνισμός της δουλειάς έχει σκοτώσει κάθε προσωπικό όραμα. Τον συναντάμε στην επαρχιακή Ισπανία να γυρίζει μία διαφημιστική καμπάνια, με κεντρικό ήρωα κι εύρημα τον Δον Κιχώτη, εκ μέρους μίας ρωσικής βότκας (προϊόν που λανσάρει πάμπλουτος μαφιόζος χρηματοδότης), περιτριγυρισμένος από γλοιώδεις ατζέντηδες, ανόητους μεσήλικες παραγωγούς που ποζάρουν με trophy wives, κι ένα απελπισμένο συνεργείο που δεν μπορεί να στήσει πλάνο μέσα στο γραφειοκρατικό χαμό. Μέχρι που ένας πλανόδιος Ρομ δίνει στον Τόμπι ένα παλιό DVD και του θυμίζει την προηγούμενη φορά που γύρισε ταινία για το θρύλο του Θερβάντες. Οταν ήταν φοιτητής κι έκανε την πτυχιακή του, χρησιμοποιώντας τους κατοίκους του γειτονικού χωριού για πρωταγωνιστές.

Αραγε ζει ακόμα ο Χαβιέ, ο υποδηματοποιός που έπαιξε τον Δον Κιχώτη του; Εχει μεγαλώσει η Ανχέλικα, η 15χρονη χωριατοπούλα Δουλτσινέα του; Ο Τόμπι κλέβει μια μηχανή από το σετ και δραπετεύει από τη τεχνοκρατική ζωή του. Δεν είναι όμως έτοιμος για όσα θα ανακαλύψει. Κάθε πράξη έχει συνέπεια κι η αθώα πτυχιακή του ταινία έχει αφήσει πολύ πιο ισχυρό το σημάδι της σε όσους συμμετείχαν. Η Ανχέλικα καταστράφηκε ακολουθώντας το όνειρο της χολιγουντιανής πρωταγωνίστριας (έγινε call girl με πρόσφατο πελάτη τον Ρώσσο μαφιόζο κι αφεντικό του Τόμπι), ενώ ο Χαβιέ δεν υπάρχει πια. Ο γέροντας υποδηματοποιός ζει κι αναπνέει με τις παραισθήσεις του μυαλό του - ότι είναι όντως ο Δον Κιχώτης, σε αποστολή από το Θεό, πολεμώντας τους δαίμονες που θέλουν να τον μπερδέψουν και να τεστάρουν την πίστη του. Βλέποντας τον Τόμπι, ο «Δον» μπερδεύεται ακόμα περισσότερο πιστεύοντας ότι επέστρεψε ο Σάντσο Πάντσα του. Η μία παρεξήγηση φέρνει την άλλη και οι δυο τους ξεκινούν όντως μία μεγάλη περιπέτεια, όπου ο καθένας βλέπει αυτό που θέλει (ή αυτό που μπορεί) να δει...

«Προσπάθησε να ακολουθείς την πλοκή!» λέει αυστηρά ο χρηματοδότης παραγωγός, κάπου στην αρχή της ταινίας, στον Τόμπι. «Γιατί, υπάρχει πλοκή;» απαντά σαρκαστικά ο σκηνοθέτης. Κι αυτό θα μπορούσε να είναι και το μότο της οποιαδήποτε κριτικής για αυτό το έργο ζωής που κάποτε ονειρεύτηκε ο Τέρι Γκίλιαμ και μετά από επικές αντιξοότητες που κράτησαν 25 χρόνια (όποιος έχει δει το ντοκιμαντέρ του 2002 «Lost in La Mancha», γνωρίζει πολύ καλά), το παρέδωσε - αλλαγμένο, ταλαιπωρημένο, εξωφρενικό, γεμάτο τρύπες στην πλοκή και στις λαβωμένες προσδοκίες μας.

Ο Γκίλιαμ ήταν πάντα ένας δημιουργός που ισορροπούσε στην κόψη της σουρεαλιστικής, αχαλίνωτης, πλημμυρισμένης από κατάμαυρο χιούμορ, φαντασίας. Από τις πρώτες δουλειές του με τους Monty Python μέχρι τα αριστουργήματά του «Brazil», «Fisher King», «12 Πίθηκοι», «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας» υπήρξε τολμηρός, αιρετικός, αχαλίνωτος, αλλά ταυτόχρονα με ξεκάθαρο όραμα. Οποιο κι αν ήταν το μέγεθος του οπτικού ή σεναριακού παραλογισμού, υπήρχε έρμα, αντίβαρο ουσίας. Και μαγείας.

Αυτό μοιάζει να έχει χαθεί εδώ και χρόνια από τη φιλμογραφία του (ήδη το «The Imaginarium of Doctor Parnassus» και το «The Zero Theorem» μαρτυρούσαν την άσκοπη τρικυμία εν κρανίω) όμως όσοι τον αγαπάμε θέλουμε πάντα να πιστέψουμε ότι θα επιστρέψει ο θεότρελος ρομαντισμός του. Ατόφιος κι αλώβητος.

Δυστυχώς, αυτό δεν έγινε ούτε στο «The Man Who Killed Don Qixote», που υπότίθεται ότι θα αποτελούσε το προσωπικό του magnum opus, κλείνοντας το μάτι στην πορεία της καριέρας και στη στάση ζωής του. Η ιστορία του Δον Κιχώτη προσφέρει όλο το έδαφος για παραλληλισμούς, σύμβολα και παραβολές: η ευθύνη του καλλιτέχνη απέναντι στον κυνισμό της μπίζνας, η απειλή της εμπορικοποίησης των ονείρων, το ταλέντο του σκηνοθέτη να βλέπει πεισματικά γίγαντες όσο οι άλλοι κοιτούν με απορία ανεμόμυλους. Ολα υπήρχαν ως πρώτη ύλη για τον Γκίλιαμ να πατήσει και να δημιουργήσει το σήμα-κατατεθέν σύμπαν του μαγικού ρεαλισμού των ταινιών του.

Αντ' αυτού, το χάος. Ναι, ένα τέτοιου είδους τεράστιο πρότζεκτ πρέπει να αποτελεί πρόκληση για τον καθένα - πόσο μάλλον για ένα σκηνοθέτη που ταλαιπωρήθηκε τόσο για να το γυρίσει και μάλιστα μόνο με 20 εκατομμύρια δολάρια προϋπολογισμό. Ομως αυτό δεν δικαιολογεί πόσο πολύ του ξέφυγε. Μία μπερδεμένη πλοκή ραμμένη στο πόδι, μία συρραφή από αλλοπρόσαλλες παραισθήσεις, μία σειρά από σλάπστικ χαριτωμενιές και, πάνω από όλα, δύο ηθοποιοί ανερμάτιστοι και χαμένοι. Ο Ανταμ Ντράιβερ έχει μία ζωώδη αμηχανία που χρησιμοποιεί συχνά με χάρισμα και γοητεία, αλλά δεν είναι αρκετή για να στηρίξει μία ολόκληρη ταινία, ενώ ο Τζόναθαν Πράις μοιάζει να παλεύει μόνος πάνω σε ένα αόρατο σανίδι με τις μανιέρες του θεατρικού larger-than-life ηθοποιού που, χωρίς σενάριο και στιβαρή σκηνοθεσία, καταλήγει σε κακόφωνη καρικατούρα.

Θέλαμε πολύ να ακολουθήσουμε το τρελό, ρομαντικό σταυροφόρο, αλλά καταλήξαμε με την (οπτική και κυριολεκτική) φλυαρία ενός γραφικού εκκεντρικού γέροντα.