Mια αντισυμβατική ιστορία αγάπης, τοποθετημένη σε ένα δυστοπικό, κοντινό μέλλον, όπου όλοι οι μόνοι άνθρωποι, σύμφωνα με τους κανόνες της Πόλης, συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στο Ξενοδοχείο. Εκεί είναι υποχρεωμένοι να βρουν έναν ταιριαστό σύντροφο μέσα σε 45 μέρες. Αν αποτύχουν μεταμορφώνονται σε ένα ζώο της επιλογής τους κι απελευθερώνονται στο Δάσος. Ενας απελπισμένος Αντρας το σκάει από το Ξενοδοχείο στο Δάσος εκεί όπου ζουν οι Μοναχικοί κι εκεί ερωτεύεται, ακόμη κι αν αυτό είναι ενάντια στους κανόνες τους.

Το «Lobster» ξεκινά με την κάμερα στο προφίλ μιας γυναίκας, στο τιμόνι ενός αυτοκινήτου η οποία οδηγά στην εξοχή, μια βροχερή μέρα. Σταματά σε ένα χωράφι και βγαίνει από το αμάξι. Η κάμερα μένει εκεί και την παρακολουθεί μέσα από το παρμπρίζ να βγάζει έναν πιστόλι, να πλησιάζει δύο γάιδαρους που βρίσκονται εκεί, να πυροβολεί και να σκοτώνει τον έναν. Μια σκηνή που είναι συναρπαστική, απροσδόκητη, ένα μικρό σοκ και την ίδια στιγμή αλλόκοτα αστεία. Πράγματα που θα μπορούσαν να περιγράψουν επακριβώς το είδος του σινεμά που κάνει ο Λάνθιμος και το ύφος των ιστοριών που έχουν ορίσει μαζί με τον σταθερό συν-σεναριογράφο του Ευθύμη Φιλίππου.

Η νέα του ταινία έχει όλα τα παραπάνω στοιχεία, το παράξενο χιούμορ, το σκάψιμο στο καθημερινό μέχρι να ανακαλύψεις το παράλογο, τον τρυφερό κυνισμό, την επιμονή σε μικρές λεπτομέρειες, στην καταγραφή των ανθρώπινων ιδιαιτεροτήτων, την απομόνωση των χαρακτηριστικών και των συμπεριφορών μας και την μεγέθυνσή τους στο ύψος μιας τραγικής κωμωδίας, στο σημείο μιας παραβολής.

Αν κάτι καινούριο υπάρχει στο «Lobster» πέρα από την δυνατότητα να εξερευνήσει περαιτέρω τον αλλόκοτο ζωολογικό κήπο που ονομάζουμε κοινωνία, τότε αυτό δεν είναι άλλο από μια αίσθηση ενός βαθύ, αφοπλιστικού ρομαντισμού, που διαπερνά το φιλμ και τελικά το απογειώνει.

Γιατί αν όλο το σινεμά του Λάνθιμου αφορά στα σημεία όπου η υφή της οργανωμένης κοινωνικής μας συμπεριφοράς ραγίζει, το «Lobster» μιλά ακόμη περισσότερο για τις στενές σχέσεις, για τις πιο κοντινές μορφές κοινωνικής αλληλεπίδρασης, για την πιο μικρή κοινωνική ομάδα, για τις πολύ κοντινές σχέσεις, για την φιλία, και κυρίως για το σημείο που αποτελεί το κέντρο του κύκλου: το ζευγάρι.

Το τι έχει να πει, πιθανότατα είναι κάτι που θα διαβάσετε ανάλογα με την δικό σας τρόπο να κοιτάζετε τον εαυτό σας και τους άλλους, ή ακόμη καλύτερα τον εαυτό σας με τον άλλο, όμως ό,τι κι αν δείτε σε αυτή την για μια ακόμη φορά μαγνητική και ευφυή ταινία, είναι δύσκολο να μην αναγνωρίσετε τον πλούτο των ιδεών και την συναισθηματική ωριμότητα των παρατηρήσεών της. Γιατί ακόμη κι αν ο Λάνθιμος κι ο Φιλίππου δεν λένε κάτι που δεν ξέρεις -αν τουλάχιστον μπορείς να κοιτάξεις λίγο πιο βαθιά από την αντανάκλαση σου και αυτής του ανθρώπου του οποίου το χέρι κρατάς, στον καθρέφτη-, αλλά ο τρόπος που το λένε, είναι συναρπαστικός.

Η ιστορία της ταινίας είναι λίγο πολύ γνωστή. Μια δυστοπική κοινωνία που μοιάζει απόλυτα με το τώρα, έχει χώρο μόνο για ζευγάρια. Αν ένα ζευγάρι διαλυθεί, τότε οι άνθρωποι που το αποτελούσαν έχουν μια δεύτερη ευκαιρία. 45 μέρες σε ένα ξενοδοχείο με την ευκαιρία να βρουν ένα ταίρι με το οποίο να μοιράζονται ένα τουλάχιστον κοινό χαρακτηριστικό. Αν αποτύχουν θα μεταμορφωθούν σε ένα ζώο της επιλογής τους και κάπως έτσι, θα έχουν ένα μεγαλύτερο πεδίο για να βρουν ένα όμοιο τους ταίρι στη φύση.

Ο Κόλιν Φάρελ είναι ο άντρας που θα βρεθεί εκεί, αλλά παρ΄ότι θα δοκιμάσει σχεδόν κάθε τρόπο, δεν θα τα καταφέρει και, πριν μεταμορφωθεί σε αστακό, που είναι το ζώο της επιλογής του, θα αποφασίσει να το σκάσει στο δάσος. Εκεί που ζουν κυνηγημένοι οι μοναχικοί. Μόνο που κι εκείνοι έχουν τους δικούς τους κανόνες -που επιβάλλουν μια μονήρη ζωή-, κανόνες που ο άντρας θα ανακαλύψει ότι είναι πολύ δύσκολο να ακολουθήσει όταν θα γνωρίσει μια μυωπική γυναίκα. Γιατί ναι κι εκείνος φορά γυαλιά. Αλλά αυτό που τους ενώνει δεν είναι μόνο η ασθενής τους όραση.

Όπως κι εκείνη η σκηνή στην αρχή, το «Lobster» είναι γεμάτο από τέτοιες μικρές ή μεγαλύτερες εκλάμψεις του απροσδόκητου και του παραλόγου, γεμάτο από χαρακτήρες που θα ήθελες να τους δεις να εξερευνούνται περαιτέρω -η «γυναίκα χωρίς καρδιά» της (υπέροχης) Αγγελικής Παπούλια θα άξιζε την δική της ταινία ή ένα δικό της επεισόδιο σε μια τηλεοπτική σειρά που θα βλέπαμε με επιμονή κάθε εβδομάδα- γεμάτο από διαπεραστική αλήθεια, ακόμη κι αν συχνά υποδύεται κάτι το σουρεαλιστικό ή το αστείο.

Κι ο Λάνθιμος οχυρώνει ακόμη περισσότερο το κινηματογραφικό του σύμπαν, το ανυψώνει σε κάτι απόλυτα διακριτό και εντυπωσιακό, κάνοντας όλα εκείνα τα στοιχεία που ίσως να μπορούσαν να είναι εμπόδια -η γλώσσα, οι σταρ, ο τόπος- ξεκάθαρα, αδιαπραγμάτευτα προτερήματα.

Κι αυτή η ταινία του, που φέρνει ένα κινηματογραφικό «είδος» που ξεκάθαρα όρισε ο ίδιος, στο απόγειό του, μας κάνει να ανυπομονούμε ακόμη περισσότερο για την επόμενη. Κι ακόμη περισσότερο αν αυτή θα είναι όπως μοιάζει πιθανόν μια ταινία εποχής. Γιατί ένας σκηνοθέτης σαν τον Λάνθιμο είναι σαφές ότι χρειάζεται όλο και μεγαλύτερο πεδίο να εξερευνήσει κι άλλους, διαφορετικούς κανόνες να καταρρίψει.

Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη του Γιώργου Λάνθιμου στο Flix για τον «Αστακό».