Λίγα χρόνια μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Τομ και η Ιζαμπελ ζουν ήσυχα σε ένα μικρό νησάκι κοντά σε μια απομακρυσμένη περιοχή της Αυστραλίας, όπου ο Τομ είναι φαροφύλακας. Ενώ προσπαθούν να ξεπεράσουν το τραύμα της τρίτης κατά σειρά αποτυχημένης κύησης της Ιζαμπελ, βρίσκουν ένα φαινομενικά εγκαταλελειμμένο μωρό σε μια βάρκα που ξεβράζεται στο νησάκι. Μέσα στο πένθος τους, αποφασίζουν να το παρουσιάσουν σαν δικό τους μωρό και περνούν ευτυχισμένοι τα χρόνια που έρχονται. Ομως, η συντετριμμένη μητέρα του παιδιού μπαίνει ξαφνικά στη ζωή τους...

Στην μεγάλη Βίβλο των κακών ταινιών, υπάρχει ένας κανόνας που λέει ότι αν, παρά την αποτυχία, μια ταινία προσπαθεί τουλάχιστον να παρουσιάσει κάτι (δομικά, αφηγηματικά, τεχνικά) ενδιαφέρον, αν δηλαδή τολμά για κάτι και απλά δεν της «βγαίνει» στο τελικό αποτέλεσμα, τότε αυτό το φιλμ αποτελεί πολύ καλύτερη περίπτωση από μια ταινία που δεν είναι ακριβώς και η χειρότερη της ιστορίας αλλά γονατίζει από την νωχελικότητα όσο ο θεατής πασχίζει να ανακαλύψει έστω κι ένα ίχνος καρδιάς και ψυχής μέσα της.

Δυστυχώς, το «Φως Ανάμεσα στους Ωκεανούς» του Ντέρεκ Σιανφράνς (των «Blue Valentine» και του «Στο Τέλος του Δρόμου») ανήκει σε αυτή την ανεπιθύμητη δεύτερη κατηγορία καθώς αποτελεί μία ταινία που, ενώ υπόσχεται σκληρές επιλογές, δραματικές αποφάσεις και ηθικά διλήμματα που εντάσσονται σε μία γκρίζα αλλά άκρως συναισθηματική περιοχή, στο τέλος καταλήγει άνευρο και χωρίς ουσιαστική εμβάθυνση, δηλαδή μια ολοκληρωτικά χαμένη ευκαιρία.

Και δεν είναι μόνο η ασταθής ροή της αφήγησης που εμποδίζει την ταινία να βρει ένα σταθερό δραματικό ρυθμό. Δεν είναι μόνο το μοντάζ που ατυχώς θυμίζει σκηνές σε τυχαία σειρά που αποκόπτει έστω και την μηδαμινή στοιχειώδη αφηγηματική συνέχεια. Δεν είναι απλά οι άστοχες ερμηνείες που ξεχειλίζουν από υπερβολή και απουσία ελέγχου του συναισθήματος που προκαλούν ατυχώς το γέλιο σε κομβικές δραματικές σκηνές. Και σίγουρα δεν ευθύνεται η απουσία ουσιαστικής χημείας ανάμεσα στους πρωταγωνιστές που καθιστούν το «Φως Ανάμεσα στους Ωκεανούς» εκείνη την ταινία που ενώ είναι γεμάτη δραματικά επεισόδια, καταλήγει τελικά να επαναλαμβάνει την ίδια ιδέα ξανά και ξανά με αποτέλεσμα να μοιάζει εγκλωβισμένη σε μια βεβιασμένη δραματική φόρμα.

Τι κι αν ο Μάικλ Φασμπέντερ και η προσφάτως «oσκαρική» Αλίσια Βικάντερ προσφέρουν φωτογένεια στο χλιαρό μελόδραμα της αφήγησης; Η σωρεία των προαναφερθεισών λάθος επιλογών σταδιακά αποδομούν ακόμα και την παραμικρή δραματική ισχύ του φιλμ. Σαν να μην ήταν αυτά αρκετά, η Ρέιτσελ Βάις αναγκάζεται να περιοριστεί μόνο στο έντονο βλέμμα της αφού το σενάριο την βάζει να επαναλαμβάνει τις ίδιες ατάκες αγνοώντας το βάθος του δράματος της ηρωίδας της (το οποίο, θεματικά, είναι το πιο δυνατό στοιχείο του πρωτότυπου βιβλίου). Επιπλέον, ο Αλεξάντρ Ντεσπλά παραδίδει ένα απλά διεκπεραιωτικό soundtrack που χρησιμοποιείται τόσο παρεμβατικά που σύντομα καταντά όχι απλά μονότονο αλλά και ενοχλητικό. Τι να το κάνεις αν η φωτογραφία κάποιες στιγμές σε κάνει να ξεχάσεις με την ομορφιά της την κενότητα του όλου φιλμ; Πόσο να βοηθήσει ένα ικανότατο sound design που σε κάνει να νιώθεις όντως μέσα στην καταιγίδα για όσο λίγο διαρκεί αυτή; Τα μεμονωμένα στοιχεία, ναι, μαρτυρούν κάτι καλογυαλισμένο και λουστραρισμένο, όμως όταν κάποιος σκάψει λίγο την επιφάνεια, τρομάζει με την προχειρότητα της αφήγησης. Οι εικόνες είναι αναμφισβήτητα όμορφες, όμως στην τελική, αυτό το «Φως…» ίσα που αχνοφαίνεται.