O Τζόνας γεννήθηκε και ζει σε ένα φαινομενικά ουτοπικό κόσμο, κάπου στο μέλλον, χωρίς πολέμους, διακρίσεις, πόνο και αδικίες. Μόνο ένας μεγαλύτερος σε ηλικία άνδρας, μέσα σ’ αυτή την κοινωνία, γνωρίζει τι πραγματικά συνέβαινε στο παρελθόν. Σταδιακά ο Τζόνας, ενηλικιώνεται και σύντομα θα μάθει ποιος είναι ο ρόλος του στην κοινωνία. Είναι εκείνος που θα επωμιστεί το βάρος της μνήμης του παρελθόντος. Ο Giver θα αρχίσει να του μεταφέρει διάφορες μνήμες τους παρελθόντος και εκείνος θα συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι όλα έτσι όπως φαίνονται, καμιά φορά θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή του.

Σε μια αλυσίδα ταινιών που εκτυλίσσονται σε δυστοπικές ή φουτουριστικές κοινωνίες όπου ένας ή περισσότεροι νέοι σπάνε τους κανόνες για να κάνουν τη δική τους επανάσταση (βλ. «The Hunger Games», «Divergent», «The Maze Runner»), το «The Giver», βασισμένο στο ομώνυμο best-seller της Λόις Λόουρι έρχεται μάλλον με κεκτημένη ταχύτητα για να πέσει στο κενό.

Για τουλάχιστον μισή και παραπάνω ώρα, το φιλμ του - υπερεκτιμημένου ακόμη και ως art μπλοκμπαστερά από χρόνια - Φίλιπ Νόις («Dead Calm», «Clear and Present Danger», «Rabbit Proof Fence», «Salt» - ουφ) προσπαθεί να σε κρατήσει σε ενδιαφέρον με το εικαστικό τέχνασμα του ασπρόμαυρου και ταυτόχρονα με το στήσιμο της ιστορίας του: ενός αγοριού δηλαδή που προορίζεται να γνωρίσει όλη τη μνήμη του κόσμου η οποία έχει αποκλειστεί από οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο μέλος της κοινωνίας στην οποία ζει.

Ε, κάπου εκεί τελειώνει και ολόκληρο το ενδιαφέρον, αφού έχεις ήδη πιάσει το νόημα, έχεις αντιληφθεί από νωρίς πως είναι αδύνατον μια ταινία που απευθύνεται πρωταρχικά σε εφήβους των multiplex να είναι σε όλη τη διάρκειά της ασπρόμαυρη, έχεις δει την Μέριλ Στριπ σε camp ολόγραμμα και ακόμη πιο camp περούκα και έχεις παραβλέψει τον τρόπο με τον οποίο ο πάντα γοητευτικός Τζέφ Μπρίτζες παίζει σαν να βρίσκεται σε μια άλλη - πιο μεθυσμένη - ταινία...

Για τα υπόλοιπα 60 περίπου λεπτά, ό,τι εκτυλίσσεται είναι μια απλοϊκή, δοσμένη στο στόμα ως βρεφική κρέμα, αμπελοφιλοσοφία για το πως ο κόσμος χρειάζεται το καλό και το κακό, το φως και το σκοτάδι, το έτσι και το αλλιώς και πως η «ιδανική» κοινωνία (βλ. Παράδεισος), όχι μόνο δεν υπάρχει αλλά είναι και χειρότερη όταν δεν μπορείς να δεις τα χρώματα της φύσης, να φιλήσεις το κορίτσι που σου αρέσει, να κλάψεις όταν πονέσεις και να πονέσεις όταν πρέπει να πονέσεις.

Μην ανησυχείτε, όλα εξηγούνται παραπάνω από το κανονικό και από το voice-over του ήρωα και από τους διαλόγους, σχεδόν και με υπέρτιτλους μήπως κάποιος δεν καταλάβει το νόημα της ταινίας που, χάνοντας κάθε ευκαιρία να γίνει ένα διασκεδαστικό teen sci-fi adventure φιλμ, καταλήγει ως ένα ανέμπνευστο μανιφέστο για την ομορφιά της πολυπλοκότητας της ζωής και τον Μεσσία που ανέκαθεν περιμένουμε για να πάρει στα χέρια του την Ιστορία και να την διαβάσει σωστά από την αρχή.

Ακόμη και το μόνιμο b-movie εφέ που φέρνουν στο νου οι σκηνές δράσης, οι σινεφιλικές αναφορές (βλ. ποδήλατο στον ουρανό από τον «Ε.Τ.» και μια ισχυρή δόση από τις «127 Ωρες» του Ντάνι Μπόιλ και λίγο από το «Gattaca» και βάλε και μια ιδέα «Oblivion») και η Μέριλ Στριπ από μόνη της (κάτι ανάμεσα σε Μάτζικα ντε Σπελ και γριά ρόκερ σε καταστολή) είναι δυστυχώς αθέλητο εκεί που θα μπορούσε να στρώσει το δρόμο για κάτι cult.

Eνώ η διαρκής ανάμνηση του υπέροχου «Pleasantville» με παρόμοια λογική στην ασπρόμαυρη ουτοπική κοινωνία και την έγχρωμη επανάσταση λειτουργεί τόσο εις βάρος του «The Giver» που νιώθεις πως μαζί με τις εικόνες της φρίκης αυτού του κόσμου που θα τραυματίσουν ανεπανόρθωτα τον νεαρό (χαρισματικό μεν, τι να τον κάνεις δε) πρωταγωνιστή, ο Τζεφ Μπρίτζες θα μπορούσε να του δείξει και αυτήν την ταινία ως μια αιώνια μνήμη για το πως γυρίζονται οι κακές ταινίες.