Ο Μαξ Σίμκιν είναι τέταρτης γενιάς τσαγκάρης στη Νέα Υόρκη. Είναι ένας μεσήλικας, ο οποίος ζει με τη μητέρα του και όλη του η ζωή στρέφεται γύρω από το τσαγκαράδικο που του άφησε ο πατέρας του, μετά τη μυστηριώδη εξαφάνισή του πριν από πολλά χρόνια. Περνά τις μέρες του επιδιορθώνοντας ακούραστα τα παπούτσια των ανθρώπων του Λόουερ Iστ Σάιντ, ανθρώπων που πάνε από ’δω και από ’κει, όπως θα ήθελε κι εκείνος. Ο γείτονάς του, ο Τζίμι ο μπαρμπέρης, είναι ένας από τους ελάχιστους φίλους που έχει. Oταν η ραπτομηχανή του χαλάει λίγο πριν τελειώσει τα παπούτσια ενός γκάνγκστερ, ο Μαξ αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει ένα παλιό οικογενειακό κειμήλιο που κρατάει φυλαγμένο στο υπόγειο. Πολύ σύντομα, συνειδητοποιεί ότι ούτε η ραπτομηχανή είναι μια συνηθισμένη ραπτομηχανή, ούτε ο ίδιος είναι ένας απλός μπαλωματής. Καθώς η ζωή του αλλάζει, μια προσωπική τραγωδία θα τον απομακρύνει ακόμη περισσότερο από την πραγματικότητα και τον έλεγχο. Μόνο η νεόκοπη φιλία του με την ακτιβίστρια Κάρμεν μπορεί να τον βοηθήσει να ανακτήσει τη φήμη του και να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις δυνατότητές του. Αναλαμβάνοντας το νέο του ρόλο ως ήρωας της τοπικής κοινωνίας, ο Μαξ αντιμετωπίζει στα ίσια τη μεγαλο-μεσίτρια Ιλέιν Γκρίνγουολτ σε μια προσπάθεια να διορθώσει τα κακώς κείμενα της πολυαγαπημένης του γειτονιάς.

Σαν ένα σύγχρονο παραμύθι για «τις ζωές των άλλων», το «Σε Ξένα Παπούτσια» δεν απέχει τουλάχιστον θεωρητικά από τις μέχρι τώρα παραπάνω από φιλότιμες σκηνοθετικές προσπάθειες του Τομ ΜακΚάρθι να φέρει λίγο νέο αέρα και πολλή ανθρωπιά στο σύγχρονο ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά.

Αρκεί κανείς να θυμηθεί (ή να αναζητήσει αν δεν τις έχει δει) τις δύο καλύτερες στιγμές του, το «Station Agent» και το «Visitor», για να αντιληφθεί πως μια δραμεντί με έναν τσαγκάρη που μπορεί να παίρνει τη θέση των πελατών του φορώντας τα παπούτσια τους είναι μια υπέροχη ιδέα για ένα σχόλιο πάνω στη σύγχρονη μοναξιά και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει κάποια στιγμή να κοιτάξουμε τον διπλανό μας από τόσο κοντινή απόσταση πριν αποφασίσουμε για το νόημα της ζωής (μας).

Και κάπου εκεί να ξεχάσει όλα τα παραπάνω, αφού το «Σε Ξένα Παπούτσια» είναι μια λάθος ταινία, με λάθος σενάριο, λάθος πρωταγωνιστή και λάθος ρυθμό – μια χαμηλόφωνη μεν αλλά εκκωφαντική ανοησία που όσο κι αν προσπαθείς και υπομένεις να φτάσει στο τέλος της δεν σου δίνει την παραμικρή χείρα βοηθείας για να βρεις το λόγο ύπαρξής της, εκτός ίσως από το γεγονός πως όσο περισσότερες κακές ταινίες κάνει ο Ανταμ Σάντλερ ίσως έρθει και η στιγμή που θα αποφασίσει να αφήσει το σινεμά ήσυχο.

Για να μην είμαστε τελείως άδικοι, ο Σάντλερ, που δεν το έχει και δύσκολο να καταστρέψει μια ταινία στο άψε-σβήσε, δεν είναι εδώ ο μεγάλος υπαίτιος της πλήρους αποτυχίας του ΜακΚάρθι. Αλλωστε για πολλή ώρα μέσα στην ταινία μάς κάνει τη χάρη να μην πρωταγωνιστεί, αφού υποδύεται τους χαρακτήρες των οποίων φορά τα παπούτσια. Πιο κοντά στο δραματικό εαυτό του «Punch Drunk Love» (φταις Πολ Τόμας Αντερσον και θα φταις για πάντα), νιώθεις συνεχώς πως αγωνιά, ωστόσο, να υποκύψει στην μπαλαφάρα και τις χοντροκοπιές και δυστυχώς για όλους, ο ΜακΚάρθι του δίνει άπλετο έδαφος για να το κάνει.

Μετά από ένα βραδυφλεγές, στα όρια του ανιαρού, πρώτο ημίωρο, η υπόλοιπη μία ώρα του «Σε Ξένα Παπούτσια» εξαντλείται σε μια ανόητη πλοκή και μια ακόμη πιο ανόητη κλωτσοπατινάδα που δεν μπορεί να σώσει ούτε η απολαυστική (αλλά μονότοτονη κι αυτή) bitch της Ελεν Μπάρκιν – πόσο μάλλον τα κόκκινα ψηλοτάκουνα που μπαινοβγαίνουν στα πόδια του Ανταμ Σάντλερ ή η εμφάνιση του Ντάστιν Χόφμαν που σκέφτηκε πως δεν έχει παίξει ποτέ τον τσαγκάρη, οπότε να η ευκαιρία...

Ούτε αστείο, ούτε χαριτωμένο, μπουκωτικά γλυκερό και ξεχαρβαλωμένα παραμυθένιο, το «Σε Ξένα Παπούτσια» θα ήθελε να κάνει τη διαφορά στις ταινίες για όλη την οικογένεια και στην κατιούσα της καριέρας του Ανταμ Σάντλερ. Ευτυχώς δεν θα χρειαστεί καλογυαλισμένα παπούτσια για φτάσει με αξιώσεις στα Χρυσά Βατόμουρα – εκεί όπου χτίζεται χρόνια τώρα, ταινία με την ταινία η επίμονη (και επίπονη για το θεατή) καριέρα του πρωταγωνιστή του.