Ενα μουσικό (αλλά και κοινωνικό και πολιτικό) ντοκιμαντέρ που μας προσγειώνει στην καρδιά της Beatlemania. Στην ένταση, την ενέργεια, την παράνοια, την πολλών ντεσιμπέλ υστερία, την εκκωφαντική αγάπη και το σοκ των φανς για 4 αγόρια από το Λίβερπουλ που ήθελαν να τους κρατήσουν το χέρι. Από το 1963 έως το 1966, που οι Beatles περιόδευσαν σε 15 χώρες, παρακολουθούμε την μουσική, τις μεταξύ τους σχέσεις και τον κόσμο γύρω τους να αλλάζουν για πάντα.

Οχι, δεν υπάρχει στ' αλήθεια κάτι καινούργιο να ειπωθεί για τους Beatles (αν μάλιστα η 60ς νοσταλγία σας εκνευρίζει, τότε δεν είστε το target group της ταινίας – let it be). Oμως, για αυτόν ακριβώς το λόγο ό,τι επιτυγχάνει ο Ρον Χάουαρντ είναι ακόμα πιο αξιέπαινο. Ο σκηνοθέτης που ξέρει να παρατηρεί, να ανατέμει και να παρουσιάζει τι συμβαίνει σε αληθινούς ανθρώπους όταν υπερεκτίθενται και καίγονται κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας («Frost/Nixon», «Apollo 13», «Rush») καταφέρνει να μας προσφέρει κάτι πολύ περισσότερο από μία μονταρισμένη παράθεση μαρτυριών και αρχειακού υλικού: μας κάνει να νιώσουμε τι σήμαινε όχι μόνο να πρωτοακούσεις τον ήχο τους, αλλά και να δεις αυτά τα εξωγήινα πλάσματα για πρώτη φορά. Να ρουφήξεις την υπόσχεση ευτυχίας των μελωδιών τους, να ερωτευθείς τη προκλητική τους διαφορετικότητα.

Σε αυτό το σημείο είναι που οι μαρτυρίες των διάσημων σήμερα φανς τους (από τον Ελβις Κοστέλο μέχρι τη Σιγκούρνεϊ Γουίβερ, που βρίσκει τον εαυτό της στο footage συναυλίας στο Hollywood Ball και ομολογεί ότι ήταν ερωτευμένη με τον Τζον) δίνουν στίγμα και ταυτότητα στην μάζα των οπαδών. «Δεν ήξερα να το περιγράψω τότε αλλά ένιωσα ότι φωτίστηκε το δωμάτιο» περιγράφει η Γούπι Γκόλντμπεργκ για την πρώτη, και αυτόματα κλασική, εμφάνιση των Beatles στο τηλεοπτικό σόου του Εντ Σάλιβαν. «Ενιωσα κάτι οικείο, κάτι ζεστό, ότι ήταν φίλοι μου. Και ήμουν μαύρη!»

Ναι, πάνω από 100 ώρες εικόνων αρχείου έχουν επιλεχθεί, κοπεί και μονταριστεί με συνεντεύξεις των δύο εν ζωή μελών (όταν ο ΜακΚάρντνεϊ θυμάται πότε ο Ρίνγκο πρωτοέπαιξε με την μπάντα, η φωνή του κόβεται και το βλέμμα του βουρκώνει απροειδοποίητα). Ναι, διάσημα στιγμιότυπα (ο Λένον να προκαλεί τα ήθη όταν παρομοίωσε την αφοσίωση των πιστών θαυμαστών στους Beatles με τον Χριστό) μπλέκονται με νέο υλικό (όπως εικόνα από live σε Αυστραλία και Σουηδία, το «I Saw Her Standing There» σε συναυλία της Ουάσινγκτον το 1964, ή την μάταιη πάλη του συγκροτήματος να ακουστεί στο Shea Stadium του Νιου Τζέρσεϊ). Ναι, ο Χάουαρντ είχε πρόσβαση και ελευθερία να χρησιμοποιήσει οτιδήποτε από τα αρχεία της Apple (για αυτό και πολύ κατηγορούν το ντοκιμαντέρ για αγιογραφία). Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει τόση σημασία.

Ούτε η κοινωνική παρατήρηση ότι δεν υπήρχε προηγούμενο μοτίβο για αυτό το πολιτισμικό φαινόμενο – κανείς δεν ήξερε πώς να φτάνει σε αεροδρόμια, στάδια, ξενοδοχεία διασχίζοντας παλλόμενα πλήθη. Κανείς δεν γνώριζε, στην προ-mass media και στην προ-social media εποχή, πώς να απαντά πολιτικά ορθά σε ερωτήσεις δημοσιογράφων που στο πίσω μέρος του μυαλού τους ήθελαν να σταυρώσουν αυτά τα αυθάδη, φλεγματικά, ακούρευτα αγόρια. Να πατάξουν αυτή την αλαζονική βρετανική εισβολή (πόσο αστείο ένα πλακάτ στην σεκάνς της άφιξης των Beatles στην Αμερική που γράφει «Οι Beatles Προσβάλλουν τους Φαλακρούς»).

Οχι, ούτε το διακριτικό πολιτικό σχόλιο του Χάουαρντ που συνδέει όλα τα παραπάνω με το ευρύτερο ακτιβιστικό πλαίσιο των αφροαμερικανών διαδηλώσεων, την άρνηση των Σκαθαριών να παίξουν στο Tζάκσονσβιλ της Φλόριντα (γιατί το κοινό θα ήταν χωρισμένο σε λευκούς-μαύρους), ή τη δολοφονία του Κένεντι και το τέλος της πλάνης της αθωότητας.

Το πιο σπουδαίο όλων, το σημαντικότερο κι αυτό που μένει ακόμα και μετά τους τίτλους τέλους είναι ότι έχουμε δεχθεί μία ένδοφλέβια ένεση χαράς. Ο Χάουαρντ δεν μας έδειξε απλώς. Μας μετέφερε. Μας έκανε να νιώσουμε την ευφορία της εποχής του μοντερνισμού, την ένταση της τσιρίδας της pop culture επανάστασης, το κύμα ατόφιας οργασμικής ευτυχίας που πλημμύριζε όσους αισθανόντουσαν ότι ανήκουν επιτέλους κάπου. Ηταν, είναι και θα είναι Beatlemaniacs.