Επτά φίλοι συναντιούνται για δείπνο και πρόθυμοι να αποδείξουν ότι δεν έχουν τίποτα να κρύψουν ο ένας από τον άλλον, αφήνουν τα κινητά τους τηλέφωνα πάνω στο τραπέζι και συνομολογούν πως όποια κλήση ή μήνυμα δεχθούν κατά τη διάρκεια της βραδιάς θα απαντηθούν δημόσια.

Είναι κρίμα που δεν μπορούμε να αποκαλύψουμε στοιχεία της πλοκής της κομεντί/δραμεντί του Θοδωρή Αθερίδη (βασισμένη στην ομότιτλη - «Perfetti Sconosciuti» - τεράστια επιτυχία του Πάολο Τζενοβέζε) τα οποία εξηγούν με σαφήνεια πως, έστω και χωρίς πραγματικά γενναιόδωρες δόσεις κινηματογραφικής τόλμης, οι «Τέλειοι Ξένοι» ανατρέπουν, για όσο τους επιτρέπουν οι στρογγυλεμένες γωνίες της κριτικής τους στις σημερινές ανθρώπινες σχέσεις, μερικά από τα κλισέ που φαινομενικά μοιάζουν να αναπαράγουν – ακριβώς με τον τρόπο που αυτό γίνεται σε κάθε παρόμοια μάζωξη φίλων ή γνωστών εδώ και αιώνες από την αρχή σχεδόν του κόσμου μέχρι και για... πάντα.

Από την άλλη, παραμένει εξαιρετικά ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο ο Αθερίδης (ευτυχώς ελαφρώς πιο μακριά από τους ερασιτεχνισμούς του πρότερου σινεμά του) προετοιμάζει το έδαφος για τις όποιες αποκαλύψεις θα αναστατώσουν τις ζωές των ηρώων του και τις οποίες αξίζει κανείς να μάθει με την ίδια αλληλουχία που τις μαθαίνουν και οι ίδιοι – σαν μικρές εκρήξεις μιας άγνωστης, παράλληλης ζωής του καθενός που, ευτυχώς, ξεφεύγει γρήγορα από μια επιφανειακή ανάλυση της κατάργησης της ιδιωτικότητας στην οποία επιδιδόμαστε με τη χρήση κινητών τηλεφώνων και των κοινωνικών δικτύων.

Κρατώντας την κάμερα πάνω στους ηρωές του, ο Αθερίδης σκηνοθετεί λειτουργικά, κυρίως γιατί αυτό πρέπει να κάνει όταν κινείται μόνο σε ένα χώρο με επτά ισότιμους πρωταγωνιστές και λίγες μόνο ώρες real time δράσης – όλα διαδραματίζονται σε ένα δείπνο. Η θεατρικότητα βοηθάει όπου δεν μπορεί να αποφευχθεί και οι κινηματογραφικές ανάσες υπάρχουν μόνο για να προχωρήσουν την πλοκή, καθώς έξυπνα όλο το «παιχνίδι» παίζεται στις αντιδράσεις στα πρόσωπα των παρευρισκομένων και στο φυσικό δεσιμό των ηθοποιών που τους υποδύονται, το οποίο και σώζει, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος, τα κενά διαστήματα στο ρυθμό, τις ατάκες και το χιούμορ.

Λειτουργικά υποδύονται και τους ρόλους τους και οι επτά «ξένοι» (με καλύτερο από όλους τον Αλκη Κούρκουλο), αναλαμβάνοντας ο καθένας με ευθύνη το χαρακτήρα που του έχει δοθεί από το σενάριο και προσπαθώντας η μεταξύ τους αλληλεπίδραση να είναι φυσική, μακριά από «τηλεοπτικές» υπερβολές και από επικράτηση της «γνωστής» δημόσιας περσόνας τους – ειρωνικά εδώ παίζοντας και αυτοί με το ίδιο το θέμα της ταινίας αποδεικνύοντας πως ό,τι τους ενώνει είναι μάλλον αυτό που εν δυνάμει μπορεί και να τους χωρίσει.

Η σκηνοθετική διακριτικότητα (πέστο και σεμνότητα) του Θοδωρή Αθερίδη είναι μάλλον το μεγάλο υπέρ σε μια ταινία που δεν θέλει να συγχρωτιστεί με το σύγχρονο ελληνικό σινεμά που υποτίθεται ότι απευθύνεται σε ένα μεγάλο κοινό και είναι είτε χοντροκομμένο και πρόχειρο είτε σοβαροφανές και βαρύγδουπο. Οι «Τέλειοι Ξένοι» είναι μια (περισσότερο απ’ όσο θα άντεχε, να το πούμε) απλή δραμεντί που θέλει χωρίς φωνές - αν και τελικά χωρίς την τόλμη που θα την απογείωνε - να μιλήσει για κάτι σημαντικό, είτε αυτό είναι η ανοχή στη διαφορετικότητα, είτε η υποκρισία των σύγχρονων σχέσεων είτε το πάντα ανησυχητικό «η κόλαση είμαστε εμείς οι ίδιοι».

Σε μια πάρα πολλή λεπτή ισορροπία - που διαταράσσεται όχι πάντοτε τιμώντας τους δημιουργούς της - ανάμεσα στα κλισέ και την ελαφριά ανατροπή τους, αλλά και ανάμεσα σε έναν παγιωμένο συντηρητισμό (από τον οποίο δύσκολα ξεφεύγει η ελληνική κοινωνία, άρα και το σινεμά της) και τη διάθεση αυτός να διαταραχθεί - τουλάχιστον αυτό, αφού κανείς δεν θα τολμήσει ποτέ να τον ανατρέψει, διακινδυνεύοντας την εικόνα του, την προοπτική των εισιτηρίων ή και τελικά την ίδια τάξη των πραγμάτων, ο Θοδωρής Αθερίδης γίνεται εδώ για πρώτη φορά ο δημιουργός που ήθελε (και θα έπρεπε να ήθελε) να γίνει.

Με μια ταινία που δεν πατάει πιο βαθιά μέσα στο σκοτάδι των ανθρώπινων σχέσεων (αντιθέτως στραβοπατάει ευτυχώς παροδικά πάνω στο κακοτράχαλο του ανώδυνου σοκ - για να γελάσουμε βρε παιδί μου με τα χάλια μας) αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν το αφήνει ως το σκοτάδι που είναι, να «λάμψει». Και, αν μη τι άλλο, το κάνει σε ανοιχτή ακρόαση...